Η ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΝΑΔΟΧΗΣ ΤΟΥ

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ χαρακτηρίζεται η κακοποίηση που υφίσταται το παιδί στον φυσικό οικογενειακό του περιβάλλον, σε αυτό που γεννήθηκε και ανατράφηκε μέχρι κάποια ηλικία. ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ είναι αυτή που προκαλείται στο παιδί τόσο με την – συχνά- κακοποιητικού χαρακτήρα διαδικασία απομάκρυνσής του, όσο και με τον αναγκαστικό μακροχρόνια εγκλεισμό του σε ίδρυμα “κλειστής” φροντίδας. Μέχρι σήμερα επικαλούμαστε ως μέσο πρόληψης της πρωτογενούς και δευτερογενούς κακοποίησης του παιδιού και μάλιστα, μερικές φορές, με έναν ισοπεδωτικό τρόπο, την τοποθέτησή του σε ανάδοχη ή θετή οικογένεια προκειμένου να του παρασχεθεί ένα επωφελές υποκατάστατο οικογένειας που θα προσφέρει στον ανήλικο τις συνθήκες υγιούς ψυχοκοινωνικής, συναισθηματικής και σωματικής ανάπτυξης. Καθώς το κίνημα υπέρ της αντικατάστασης του ιδρυματικού τρόπου φροντίδας στην Ελλάδα είναι πλέον εξαιρετικά δυναμικό χωρίς να αφήνει κανένα χώρο αμφιβολίας ή αμφισβήτησης για την ορθότητά του, αφού περιβάλλεται και επιβάλλεται πλέον μέσω και της κρατικής πολιτικής, καθώς αποκαλύπτονται και αποδεικνύονται σταδιακά – αναμφίβολα πολύ αργά- οι παθογένειες της ιδρυματικής φροντίδας, της ίδιας που τις τελευταίες τουλάχιστον δύο δεκαετίας υπήρξε μια ενθουσιώδης πλαισίωση και ανάδειξη από ΜΜΕ, χορηγούς, κυβερνητικούς παράγοντες και ανώτατους κρατικούς λειτουργούς, φαίνεται να μας διαφεύγει ο κίνδυνος της ΤΡΙΤΟΓΕΝΟΥΣ κακοποίησης του παιδιού μέσω της αναδοχής του. ΄Οχι της οποιασδήποτε και γενικά περιγραφόμενης αναδοχής, αλλά αυτής που πραγματοποιείται απροετοίμαστα, άκαιρα, βεβιασμένα και πρόχειρα. Αυτής που γίνεται όχι για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του παιδιού αλλά το συμφέρον όσων μετρούν “αριθμούς”. Αυτής που δεν εποπτεύεται με τρόπο που θα διασφαλίσει τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα του παιδιού, αυτής που δεν υποστηρίζει ως οφείλει τον ανάδοχο γονέα αλλά αντίθετα με ευκολία τον επικρίνει, τον επιφορτίζει με όλες τις υποχρεώσεις που έχει ο κρατικός φορέας ή ιδιωτικός φορέας που ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου, ο φορέας που εποπτεύει, αυτής που αφενός “κουνάει το δάκτυλο” στον ανάδοχο γονιό να μην “ονειρεύεται” την υιοθεσία του παιδιού που του ανατέθηκε να φροντίζει αλλά ζητά από αυτόν να δώσει στο παιδί όλα του τα συναισθήματα ως γονιός, να διευκολύνει την επικοινωνία με την φυσική οικογένεια ως κοινωνικής υπηρεσία και να υπακούει “τυφλά” τις εντολές ακόμη και ανίκανων κοινωνικών υπηρεσιών και να καλύψει με δικές του δαπάνες όλες τις ανάγκες του παιδιού ως το κράτος που έχει τη συγκεκριμένη υποχρέωση. Η πορεία αυτού του ερμαφρόδιτου θεσμού που δεν είναι ούτε αναδοχή ούτε υιοθεσία μας ανησυχεί και μας προβληματίζει βαθιά.. ΄Ηδη έχουμε δείγματα που πρέπει να μας προκαλούν μεγάλη ανησυχία γιατί, για άλλη μια φορά, μας διέφυγε η ουσία των πραγμάτων. Δεν αρκεί και ποτέ δεν αρκούσε, η διακήρυξη της ανάγκης να γίνονται αναδοχές στα εγκαταλειμμένα, κακοποιημένα, παραμελημένα παιδιά, παιδιά που ζουν μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε δομές κλειστής φροντίδας, γεγονός αυτονόητο και κοινά αποδεκτό αλλά απαιτείται να δοθεί βαρύτητα στην ποιότητα της οργάνωσης, παρακολούθησης και εποπτείας της κάθε μίας αναδοχής παιδιού με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην κινδυνεύσει το παιδί από την τρομακτικότερη όλων κακοποίησή του, αυτή που θα υποστεί μέσα στην ανάδοχη οικογένειά του ή εξαιτίας της ανάδοχης οικογένειάς του. Στην υποκατάστατη δηλαδή οικογένεια που το προνοιακό σύστημα επένδυσε όλη την καλή του πρόθεση, αλλά δεν επένδυσε στα μέσα: στην προσεγμένη και αποτελεσματική νομοθεσία για την αναδοχή σε συνάφεια με τα βασικά νομοθετήματα του οικογενειακού δικαίου και όχι με παράβαση αυτών, στο ικανό μέσω την εκπαίδευσης και επιμόρφωσης και επαρκές αριθμητικά προσωπικό για την πιστοποίηση των κατάλληλων ανθρώπων να αναλάβουν το λειτούργημα της αναδοχής , στο ικανό και καταρτισμένο προσωπικό για την άσκηση της σωστής εποπτείας αλλά και στην οργάνωση πλαισίου ενδυνάμωσης και υποστήριξης των επαγγελματιών στο έργο τους. Το πρόγραμμα της αναδοχής ξεκίνησε και πορεύεται χωρίς καμιά μεταρρύθμιση στην τοπική αυτοδιοίκηση που χρεώθηκε όλο το εγχείρημα και χωρίς, εν τέλει ,ενδυνάμωση και στις βασικές υπηρεσίες συντονισμού που βρίσκονται στο υφυπουργείο κοινωνικών υποθέσεων και στο ΕΚΚΑ. Δεν αναπτύχθηκε πρωτόκολλο και κουλτούρα συνεργασίας μεταξύ των υπηρεσιών, περιφερειών και ιδρυμάτων , δεν σκέφτονται και δεν λειτουργούν όλες οι κοινωνικές υπηρεσίες και όλοι οι κοινωνικοί λειτουργοί με ενιαία αντίληψη των πραγμάτων και πλέον τα αποτελέσματα της προχειρότητας αυτής άρχισαν να αναφύονται. Πώς; Με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Με την πρόωρη λύση των αναδοχών, συχνότερα με αίτημα των αναδόχων, σπανιότερα λόγω αδυναμίας διαχείρισης μιας “δύσκολης” αναδοχής από το υποτιθέμενο πλαίσιο υποστήριξης και επιστροφής των παιδιών στα ιδρύματα, τα ίδια από τα οποία έφυγαν ή διαφορετικά.

Σήμερα , όλο και περισσότερο, όλο και πιο κραυγαλέα, ακούμε σχεδόν εξωπραγματικούς αριθμούς αναδοχών ως δείγμα επιτυχούς πολιτικής για την αποϊδρυματοποίηση, αλλά δεν ακούμε τίποτα για περιστατικά ανεπιτυχών συνδέσεων παιδιών με μη κατάλληλους, όπως αποδεικνύονται, υποψήφιους αναδόχους γονείς, δεν γνωρίζουμε τίποτα για τις ακραία τραυματικές “επιστροφές” παιδιών στα ιδρύματα, δεν αποκαλύπτει κανένας τις καταστροφικές συνέπειες των εσφαλμένων επιλογών των λεγόμενων συγγενικών αναδοχών και των ιδεοληπτικών “οικογενειακών επανενώσεων”, την επανένταξη δηλαδή του τραυματισμένου παιδιού στην βιολογική του οικογένεια, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει “θεραπευτεί” αυτή η οικογένεια. Κάθε τέτοιο περιστατικό παιδιού, παιδιού που ακολούθησε τη διαδρομή: κακοποιητική οικογένεια- μετάβαση σε ίδρυμα- μετάβαση σε ανάδοχη ή φυσική οικογένεια – επιστροφή σε ίδρυμα ή μετάβαση σε άλλη ανάδοχη οικογένεια (δεν γίνεται στη χώρα μας) αποτελεί την ΤΡΙΤΟΓΕΝΗ του κακοποίηση, αυτήν που δίνει τη “χαριστική βολή” στο ήδη τραυματισμένο παιδί.

Συχνά πια, έρχονται νέα για παιδιά που έμειναν λίγους μήνες μέχρι και μερικά χρόνια σε οικογένειες που επιδίωξαν σθεναρά την αναδοχή τους και τελικά αποφασίζουν ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν τη φροντίδα τους. Υπάρχουν και περιπτώσεις που οι εποπτεύοντες έκριναν ότι η αναδοχή δεν “συμφέρει” τον ανήλικο και με σχετική ευκολία διακόπτουν την αναδοχή, χωρίς να καταβάλουν ιδιαίτερη προσπάθεια να την διασώσουν. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να είχαμε όλες εκείνες τις πληροφορίες που θα μας διαφώτιζαν τόσο για τους αριθμούς όσο και τις αιτίες των ανεπιτυχών αναδοχών – τις οποίες ωστόσο δεν θα λάβουμε λόγω της γνωστής αδιαφάνειας και της απόκρυψης σημαντικών στοιχείων για την ποιοτική αξιολόγηση του προγράμματος αναδοχής. Ομως, η ευθύνη τόσο των κρατικών οργάνων όσο και της “κοινωνίας των πολιτών” δεν ολοκληρώνεται στον εντοπισμό του προβλήματος αλλά στην αναζήτηση της αιτίας και των τρόπων αντιμετώπισής του που σύντομα θα λάβει τις δυσάρεστες διαστάσεις που παρατηρούνται σε άλλες χώρες, που υιοθέτησαν το θεσμό της αναδοχής πολύ νωρίτερα από την καθυστερημένη προνοιακά Ελλάδα. Η μετάβαση από ανάδοχη σε ανάδοχη οικογένεια και η αλλαγή τριών, τεσσάρων ή πέντε αναδόχων οικογενειών μέχρι την ενηλικίωση ενός παιδιού, δεν αποτελεί πρότυπο και δεν διαφέρει από την κακοποιητική εμπειρία της διαβίωσης του παιδιού σε ίδρυμα. Οφείλουμε πλέον να σταματήσουμε να μιλάμε μόνο για την ανάγκη υιοθέτησης του μοντέλου της οικογενειακής φροντίδας και να να διεκδικήσουμε σθεναρά την θεσμοθέτηση και την εφαρμογή των όρων εκείνων που θα εξασφαλίζουν κατά το δυνατόν, την επιτυχία της μετάβασης από το ίδρυμα στην ανάδοχη οικογένεια, τη διάρκεια της αναδοχής για όσο χρόνο συμφέρει στο παιδί και την ποιότητα της ανάδοχης φροντίδας. Οι όροι που σήμερα ισχύουν δεν διασφαλίζουν τίποτα από τα παραπάνω, είναι επίπονοι για τους υποψηφίους αναδόχους και καθιστούν πολύ δύσκολη έως αδύνατη την αναδοχή παιδιών μεγαλύτερων των 8 -10 ετών, δηλαδή εκείνων που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη – αριθμητικά- για οικογενειακή αποκατάσταση.

Η τοποθέτηση παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τον φορέα που ασκεί την επιμέλειά του (παράνομα, γιατί του στερεί τη δυνατότητα να ασκεί το δικαίωμα και την υποχρέωσή του απέναντι στο παιδί αφού του ανατέθηκε δικαστικά η επιμέλειά του) και τους φυσικούς γονείς με τους οποίους έχει δικαίωμα επικοινωνίας, η έλλειψη διασφάλισης της τακτικής και επαρκούς εποπτείας της αναδοχής στον τόπο όπου θα μεταβεί ο προς αναδοχή ανήλικος και ο απαράδεκτα σύντομος χρόνος στη διαδικασία προσαρμογής του παιδιού προς αναδοχή (δέκα επισκέψεις των υποψηφίων αναδόχων και συναντήσεις με το παιδί σε δημόσιους χώρους παρουσία προσωπικού και διάρκεια μόλις ενός μηνός για την προσαρμογή του παιδιού χωρίς καν να μεσολαβήσει χρόνος προσαρμογής σε πραγματικές συνθήκες δηλαδή στην κατοικία και στο περιβάλλον της ανάδοχης οικογένειας όπου θα ζήσει το παιδί) αποτελούν όρους που όχι μόνο δεν συντελούν στην κατεύθυνση της επιτυχίας μιας αναδοχής (μεγαλύτερων σε ηλικία παιδιών) αλλά αντίθετα δημιουργούν εύλογα τις προϋποθέσεις μιας προβληματικής εξέλιξης της πορείας της.

Κάποια περιστατικά που μόνο μέσα στο 2022 τέθηκαν υπόψη μας και είναι σαφώς ελάχιστα σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν και διαχειρίζονται οι κοινωνικές υπηρεσίες είναι τα εξής: Αδέλφια 3 και 4 ετών δόθηκαν σε συγγενική αναδοχή χωρίς να αναζητηθεί η πιθανότητα καταλληλότερης αναδοχής ή υιοθεσίας τους και χωρίς εποπτεία της αναδοχής καθώς ο τόπος κατοικίας τους ήταν εκτός νομού του ιδρύματος. Τα παιδιά αντιμετώπισαν πολύ σύντομα, σοβαρά προβλήματα σωματικής κακοποίησης (χειροδικίες) και σε λιγότερο από 5 χρόνια, η γιαγιά τους δήλωσε ότι δεν επιθυμεί την συνέχιση της αναδοχής και ζήτησε από τις κοινωνικές υπηρεσίες να τα απομακρύνει καθώς δεν επιθυμούσε πλέον την αναδοχή τους . Η Εισαγγελέας αρνήθηκε την απομάκρυνση των παιδιών μέχρι την εύρεση εξωιδρυματικής λύσης. Αναζητήθηκε, ίσως αναζητείται ακόμη, πιθανότητα αναδοχής τους αλλά σε ηλικία 11 και 12 ετών, αφενός δεν υπάρχει ενδιαφέρον αναδοχής αφετέρου οι ανήλικοι δεν επιθυμούν την αναδοχή τους. Αδέλφια 7 και 9 ετών τοποθετήθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια σε γειτονική Περιφέρεια του τόπου του ιδρύματος όπου είχαν αρχικά εισαχθεί. Η εποπτεία ασκείται μόνο από περιφερειακό υπάλληλο. Σε 11 μήνες η ανάδοχη οικογένεια δήλωσε ότι δεν επιθυμεί περαιτέρω την αναδοχή τους. Αδέλφια 3,5,8 και 9 ετών τοποθετήθηκαν σε ίδρυμα με προοπτική συγγενικής αναδοχής. Παρέμειναν πέντε χρόνια στο ίδρυμα χωρίς να αναζητηθεί καμιά άλλη λύση πιθανής αναδοχής τους. Η συγγενική αναδοχή πραγματοποιήθηκε με την ανάθεση της επιμέλειας στο συγγενικό πρόσωπο. Σε πέντε μήνες κρίθηκε ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα των παιδιών και ζητήθηκε εκ νέου η απομάκρυνση των παιδιών. Τοποθετήθηκαν σε άλλο ίδρυμα, ήταν ήδη 8, 10, 13 και 14 χρόνων, χωρίστηκαν τα κορίτσια από τα αγόρια και στην ηλικία αυτή αναζητείται η υιοθεσία τους, με ελάχιστες έως μηδενικές πιθανότητας επίτευξής της λόγω της ηλικίας τους και των συσσωρευμένων τραυματικών εμπειριών που οδήγησαν σε σοβαρές ψυχοκοινωνικές διαταραχές. Αδέλφια τοποθετήθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια στο άλλο άκρο της χώρας από τον τόπο που διαβιούσαν. Η εποπτεία πλημμελής. Το ίδρυμα διαπίστωσε από τηλεφωνική επικοινωνία ότι υπήρχε πρόβλημα συμπεριφοράς στην οικογένειας, από την πλευρά των αναδόχων προς τα παιδιά και ζήτησε την επιστροφή των παιδιών. ΄Οσο συνεχίζουμε να πιστεύουμε τα αναπόδεικτα νούμερα που ανακοινώνονται ως “επιτυχή” εξέλιξη του προγράμματος αποϊδρυματοποίησης, όπως πιστεύαμε στο παρελθόν στο “εξαιρετικό” έργο που παρείχαν ιδρύματα παιδικής προστασίας, όσο μιλάμε γενικά και αόριστα για την ανάγκη της αναδοχής χωρίς να επικεντρωνόμαστε στην ποιότητά της, όσο αμφισβητούμε την αλήθεια των παιδιών που δεν επιθυμούν στα 11,12,13,14 χρόνια τους μετά από αρκετό χρόνο που πέρασαν σε ίδρυμα και διαμόρφωσαν ένα νέο περιβάλλον διαβίωσης και δεν οργανώνουμε διαδικασίες που θα οδηγήσει τα παιδιά αυτά να επιθυμούν πραγματικά να ενταχθούν σε ένα οικογενειακό πλαίσιο που πρώτα τα ίδια θα εγκρίνουν, το πρόγραμμα της αναδοχής θα εκτροχιαστεί και πολλά παιδιά θα γνωρίσουν τη χειρότερη από όλες κακοποίησης, την τριτογενή κακοποίηση της αναδοχής τους αυτή τη φορά. Για την ιστορία να πούμε πώς σε παιδιά ιδρυμάτων μεγαλύτερης ηλικίας από τη νηπιακή, όπως η εμπειρία αναδοχών παιδιών ιδρυμάτων απέδειξε, μια επιτυχής τοποθέτηση απαιτεί διάρκεια προσαρμογής έξι έως δώδεκα μηνών με περιόδους προσομοίωσης της μόνιμης διαβίωσης του παιδιού στην κατοικία των αναδόχων, μέχρι τη λήψη της τελικής απόφασης. Και εν τέλει αν το κράτος δεν επιθυμεί την εμπλοκή των ιδρυμάτων στη διαδικασία αναδοχής, ας αναλαμβάνει με πρόσθετο και εξειδικευμένο προσωπικό στους Δήμους, το σύνολο της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας των ευάλωτων παιδιών, αναθέτοντας μόνο την φροντίδα τους για περιορισμένο χρονικό διάστημα στα ιδρύματα, για να λειτουργεί χωρίς κανένα εμπόδιο. Ας δοκιμάσει τις δυνάμεις του.

Αφήστε μια απάντηση


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.