Της Ελένης Γεώργαρου, νομικού – εμπειρογνώμονα παιδικής προστασίας
25/6/2022
Συχνά ασκήθηκε από εμάς κριτική για την μη δόκιμη, σε όλες τις περιπτώσεις, διαδικασία σύνδεσης – «ταιριάσματος» παιδιών με υποψήφιους αναδόχους γονείς. Οι τεκμηριωμένοι λόγοι της κριτικής αφορούν στο γεγονός ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει ένα σύστημα με τεχνικές προδιαγραφές μόνο, όταν δεν υπάρχουν αμφίπλευρα, μέρη για να διασυνδεθούν. Πιο συγκεκριμένα, ενώ υπάρχουν παιδιά που έχουν μεγάλη ανάγκη τοποθέτησης σε οικογενειακό περιβάλλον, όπως παιδιά άνω των 8-9 ετών, παιδιά με αναπηρία ή χρόνια νόσο, παιδιά με ψυχοκοινωνική διαταραχή ή με ψυχιατρικά ζητήματα, δεν υπάρχει ανάλογο ενδιαφέρον από την πλευρά υποψηφίων αναδόχων γονέων. Συνεπώς δεν είναι εφικτή η ηλεκτρονική διασύνδεση, με αποτέλεσμα εκατοντάδες παιδιά να παραμένουν στο ίδρυμα, με την επιπλέον ψυχολογική επιβάρυνση ότι είναι τα «ανεπιθύμητα παιδιά» ενός συστήματος που ξέρουν και τα ίδια ότι λειτουργεί αλλά δεν τα περιλαμβάνει ως «ανεπιθύμητα». Ωστόσο, τόσο από το γράμμα του νόμου 4538/2018 όσο και των σχετικών υπουργικών αποφάσεων που εξειδικεύουν τις νομοθετικές διατάξεις, δεν προκύπτει ότι το σύστημα της διασύνδεσης παιδιών μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την επίτευξη της αναδοχής του, αποκλείει τη δυνατότητα τοποθέτησης ενός παιδιού που διαβιώνει σε ίδρυμα, σε νοσηλευτικό ίδρυμα, σε ακατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον εκτός ηλεκτρονικού συστήματος. Ακριβώς το αντίθετο. Η λογική της διασύνδεσης μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας αποσκοπούσε και σωστά εν μέρει, στην απάλειψη των επιλεκτικών υιοθεσιών και αναδοχών όπως επανειλημμένα έχει καταγγελθεί ότι συνέβαινε σε ιδρύματα παιδικής προστασίας. Κριτήρια όπως, προσωπικές γνωριμίες των υποψηφίων θετών ή αναδόχων γονέων με τη διοίκηση των ιδρυμάτων, η κοινωνική και οικονομική επιρροή των ίδιων προσώπων ώστε να ενισχύουν παντοιοτρόπως το φορέα που τους «χάρισε» ένα παιδί (π.χ. προτίμηση ως θετών και αναδόχων γονέων εύπορων πολιτών ή πολιτών με συγκεκριμένα επαγγέλματα επιρροής στην κοινωνία – δικαστές, δικηγόροι, πολιτικοί, ιατροί, δημοσιογράφοι- ή θρησκόληπτοι άνθρωποι) οδήγησαν την Πολιτεία να επιλέξει ένα εν πολλοίς διαφανές και δίκαιο σύστημα επιλογής των θετών ή αναδόχων γονέων μέσω ενός ηλεκτρονικού συστήματος διασύνδεσης παιδιών και υποψηφίων θετών ή αναδόχων γονέων. Με την παρέλευση πλέον ικανού χρόνου για την εξαγωγή συμπερασμάτων- ήδη 2 χρόνια εφαρμογής – διαπιστώθηκε ότι ενώ αυτό το σύστημα μπορεί να είναι σωστό και αποτελεσματικό για τις υιοθεσίες ή την αναδοχή μικρών παιδιών και μάλιστα για μακροχρόνια αναδοχή που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για υποψηφίους αναδόχους γονείς, είναι παντελώς ακατάλληλο και μη λειτουργικό σύστημα για παιδιά που δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον για υποψηφίους αναδόχους ή θετούς γονείς είτε γιατί είναι μεγαλύτερα σε ηλικία, είτε γιατί το ΑΣΟΑ του προβλέπει βραχυχρόνια αναδοχή -ζήτημα που είναι επίσης προς διερεύνηση- είτε γιατί έχουν προβλήματα υγείας και αναπηρίας ακόμη και ήσσονος βαρύτητας. Το σύστημα αυτό καταδικάζει τα “μη θελκτικά” παιδιά στην μόνιμη παραμονή σε ίδρυμα και θεσμοποιεί μοιρολατρικά την ανισότητα στο δικαίωμα όλων των παιδιών που επιθυμούν, να αποκτήσουν τη δική τους οικογένεια, αποτέλεσμα που είναι βέβαιο ότι δεν ήταν στους στόχους του νομοθέτη και της κυβέρνησης κατά τη θέσπιση του νόμου του 2018 αλλά ούτε και σήμερα, θέλουμε να πιστεύουμε. Ωστόσο ενώ το πρόβλημα έχει εντοπιστεί, δεν δίνεται καμιά επίσημη κατεύθυνση ή διέξοδος ώστε να προωθείται το σύστημα της αναδοχής, παράλληλα με τη λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και από τους φορείς που έχουν στην ευθύνη τους την κοινωνική φροντίδα των «αζήτητων» παιδιών. Βεβαίως, κάθε φορέας παιδικής προστασίας, εάν πράγματι έχει ενδιαφέρον για την οικογενειακή αποκατάσταση των παιδιών του, αφού διαπιστώνει ότι δεν διασυνδέονται μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος μπορεί να επιδιώκει να συνδέει τα παιδιά με υποψηφίους αναδόχους γονείς εκτός ηλεκτρονικού συστήματος και εφόσον υπάρχει κατάλληλη πρόταση, με ενημέρωση του αρμόδιου φορέα δηλαδή του ΕΚΚΑ που έχει στην ευθύνη του τη λειτουργία της πλατφόρμας, που θα προβεί στις ανάλογες νομικές διευθετήσεις για την υλοποίηση της σχέσης αναδοχής..
Επανειλημμένα τεκμηριώσαμε την άποψη ότι η αναδοχή και η υιοθεσία παιδιών δεν εξαρτάται από τις τεχνικές προϋποθέσεις που η νομοθεσία καθιερώνει αλλά από τις ουσιαστικές , δηλαδή το συμφέρον του παιδιού. Μια τεχνική προϋπόθεση είναι αναγκαία κατ΄αρχάς και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη: η εγγραφή των υποψηφίων αναδόχων και θετών γονέων στο Εθνικό Μητρώο Υποψηφίων Αναδόχων και Θετών Γονέων. Μάλιστα, ειδικά για την υιοθεσία η προϋπόθεση αυτή δεν δεσμεύει τα αρμόδια δικαστήρια σύμφωνα με την υπάρχουσα νομολογία, όταν πρέπει να λάβουν απόφαση για την κατάλληλη υιοθεσία αλλά και την αναδοχή των ανηλίκων. Για τα Δικαστήρια – και σωστά – σημασία έχει το αληθινό συμφέρον των παιδιών και εφόσον κρίνουν ότι αυτό πληρούται με την πραγματοποίηση της υιοθεσίας ενός παιδιού και την θετική κοινωνική έρευνα την αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, προχωρούν στην κήρυξη της υιοθεσίας ακόμη και χωρίς την ύπαρξη των τεχνικών αυτών προϋποθέσεων. Ωστόσο, η διαδικασία εγγραφής στα Μητρώα είναι σωστή, υποβοηθητική και εξοικονομεί χρόνο κατά τρόπο ώστε οι ενδιαφερόμενοι ανάδοχοι ή θετοί γονείς να είναι ήδη προετοιμασμένοι και εν μέρει εκπαιδευμένοι, όταν προκύψει τελικά η πρόταση αναδοχής και υιοθεσίας με ένα συγκεκριμένο παιδί. Δεν υπάρχει όμως η βεβαιότητα και έχει ήδη διατυπωθεί σοβαρή κριτική και αμφισβήτηση ορθής αξιολόγησης υποψηφίων θετών και αναδόχων γονέων από το προσωπικό των Περιφερειών ή των Κέντρων Κοινωνικής Μέριμνας ή των Βρεφοκομείων που δεν έχει συνολικά, την επαρκή εκπαίδευση και την εμπειρία να κρίνει ικανοποιητικά πάντα, τις προϋποθέσεις καταλληλότητας των υποψηφίων. Πρέπει να γίνει πολλή συμπληρωματική εργασία στον τομέα της εκπαίδευσης των επαγγελματιών των φορέων πιστοποίησης και εποπτείας της αναδοχής ανηλίκων για να μη τεθεί σε διακινδύνευση όλο το εγχείρημα.
Επανερχόμενοι στο θέμα της δυνατότητας αναδοχής και υιοθεσίας παιδιών εκτός ηλεκτρονικού συστήματος, με ενέργειες των δομών φροντίδας των ανηλίκων, διατυπώνουμε την νομικά τεκμηριωμένη άποψη ότι οι υπεύθυνοι των δομών όταν διαπιστώνουν ότι ένα παιδί δεν «ζητείται» για αναδοχή ή υιοθεσία πρέπει να φροντίζουν μόνοι τους να αναπτύσσουν σχέσεις των παιδιών με πρόσωπα από την κοινότητα που θα λειτουργούν ως εθελοντές σε μια δομή – γι αυτό διατυπώσαμε αρνητική κριτική στην ατυχέστατη νομοθετική διατύπωση της τελευταίας Υ.Α. για την ίδρυση και λειτουργία των ιδρυμάτων, ότι η ανάπτυξη του εθελοντισμού πρέπει να είναι υποχρεωτική στα ιδρύματα και όχι προαιρετική, με την τήρηση κανόνων δεοντολογίας πάντα – με προοπτική την ανάπτυξη συναισθηματικών σχέσεων που θα οδηγήσουν στην αναδοχή ή την υιοθεσία τους. ΄Εχει αποδειχθεί ότι παιδιά που ακούγονται «δύσκολα» για ένταξη σε μια ανάδοχη οικογένεια για τους λόγους που αναφέραμε, μπορούν να αναπτύξουν πολύ στενές συναισθηματικές σχέσεις με εθελοντές κατά τρόπο ώστε η σχέση εθελοντή – παιδιού να οδηγήσει στη σχέση αναδόχου – παιδιού και στη συνέχεια γιατί όχι, στη σχέση θετού γονέα – παιδιού. Κανένα παιδί με αναπηρία – μας ενημέρωσε ήδη ο Πρόεδρος της ΠΟΣΓΚΑΜΕΑ για τις μηδενικές αναδοχές αναπήρων παιδιών μέσω ηλεκτρονικού συστήματος- ή παιδί με ψυχική νόσο ή ψυχοκοινωνική διαταραχή δεν πρόκειται ποτέ να ζητηθεί απρόσωπα από υποψήφιους αναδόχους που «τρομοκρατούνται» στη σκέψη ανάληψης φροντίδας ενός τέτοιου παιδιού αφού άλλωστε δεν περιλαμβάνεται και στην εκπαίδευσή τους η ειδική αυτή εκδοχή αναδοχής. Χαρακτηριστική είναι η πραγματική περίπτωση διεμφυλικού μικρού παιδιού που παρά τις επανειλημμένες απόπειρες τοποθέτησης σε ανάδοχη οικογένεια, πάντα επέστρεφε ως ανεπιθύμητο στο ίδρυμα. Αντίθετα η πραγματικότητα της ιδρυματικής διαβίωσης ανέδειξε τη δυνατότητα αναδοχής ενός παιδιού με πολλά και σοβαρά προβλήματα μέσα σε ένα ίδρυμα, από εθελοντές που λειτούργησαν ευεργετικά και θεραπευτικά για τα παιδιά αφού δημιούργησαν σχέσεις ζωής, με συναισθηματικό βάθος. Όταν η κοινωνική υπηρεσία του ιδρύματος διαπιστώσει ότι ένα παιδί έχει αναπτύξει σχέσεις με πρόσωπο της κοινότητας (καθηγητής, ιατρός, εθελοντής κλπ) οφείλει να ενθαρρύνει τη σχέση αυτή και εφόσον οδηγηθεί σε αίτημα αναδοχής του παιδιού να συστήνει την εγγραφή του υποψηφίου αναδόχου στο Μητρώο Υποψηφίων Αναδόχων Γονέων, να ενημερώνει το ΕΚΚΑ για την δυνατότητα που ενέσκυψε για το παιδί και η αρμόδια υπηρεσία του ΕΚΚΑ γνωρίζουμε ότι θα κάνει όλες αυτές τις τεχνικές παρεμβάσεις ώστε το παιδί να συνδεθεί με τον προτεινόμενο ανάδοχο γονέα. Γιατί; Γιατί η κοινή λογική μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ούτε το ΕΚΚΑ, ούτε το Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων επιθυμεί ένα παιδί να παραμένει στο ίδρυμα μόνο και μόνο γιατί δεν του «έτυχε» η ηλεκτρονική διασύνδεση. ΄Ένα πράγμα έχουμε να συστήσουμε στα ιδρύματα εάν επιθυμούν – που πολλά βέβαια δεν επιθυμούν όπως απέδειξαν ή άλλα απλώς δεν ενεργοποιούνται από άγνοια – την οικογενειακή αποκατάσταση των παιδιών που φροντίζουν. Μην επαναπαύονται ή μην χρησιμοποιούν ως άλλοθι το σύστημα ηλεκτρονικής διασύνδεσης για να κρατούν δέσμια τα παιδιά στο ίδρυμα. Να λειτουργούν και τα ίδια ενθαρρυντικά και δυναμικά στον τομέα της προσέλκυσης εθελοντών – υποψηφίων αναδόχων για τα παιδιά τους που δεν έχουν ελπίδα ηλεκτρονικής διασύνδεσης. Δεν είναι δουλειά του κράτους. Είναι δική τους δουλειά και στο πλαίσιο των καθηκόντων τους και είναι μια διαδικασία απόλυτα εφαρμόσιμη και ευεργετική για τα παιδιά που τάχθηκαν να προστατεύουν και να φροντίζουν, στην εξυπηρέτηση του αληθινού συμφέροντός τους.