Της Ελένης Γεώργαρου
Πολλά χρόνια τώρα, πάνε περίπου 15, όταν για πρώτη φορά με απασχόλησαν τα χαρακτηριστικά της λεγόμενης «κοινωνικής προστασίας και φροντίδας» παιδιών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν έξω από κάθε προσδοκία ομαλής ανάπτυξης της ζωής τους. Αναρωτήθηκα συχνά γιατί το κράτος αφήνει έναν τόσο σημαντικό τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, όπως η ανατροφή παιδιών, δηλαδή μελλοντικών παραγωγικών πολιτών αυτής της χώρας ή παιδιών που είχαν την ατυχία να φέρουν μια αναπηρία, μια ασθένεια, αθώα παιδιά άμοιρα της τύχης τους, στα χέρια ενός συστήματος με φιλανθρωπικό μανδύα, στην πραγματικότητα ενός συστήματος που αναπαρήγαγε ανισότητες, παρήγαγε πολίτες χαμηλού κοινωνικο-μορφωτικού επιπέδου, ένα σύστημα που για τα παιδιά αυτά θεωρούσε ευαγή στόχο και επίτευγμα να τα κάνει τεχνίτες, υπηρέτριες, νύφες για θρησκευόμενους γαμβρούς και μάλιστα από πολύ μικρή ηλικία – σπανιότατα ιδιαίτερα προικισμένα και τυχερά παιδιά κατάφεραν να αναδειχθούν σε κάτι περισσότερο από αυτό ως επιστήμονες, επιχειρηματίες ή έμποροι. Ωστόσο όλα αυτά τα παιδιά είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Τη θλίψη της μοναξιάς και την αγωνία που συνεπάγεται η έλλειψη της μητρικής και πατρικής αγκαλιάς, της τρυφερότητας, της φροντίδας από τους ίδιους, δικούς τους ανθρώπους σε όλη την παιδική ηλικία αλλά και το στίγμα του «ιδρυματικού παιδιού» με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις προκαταλήψεις του περίγυρου αλλά κυρίως την συγκρότηση χαρακτήρα, την απόκτηση επαρκών εφοδίων όχι μόνο εκπαιδευτικών αλλά κυρίως ψυχικών για την αντιμετώπιση της μελλοντικής ενήλικης ζωής σε ίσους όρους με τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Αν για τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η λειτουργία φιλανθρωπικών σωματείων και ιδρυμάτων ήταν «μία κάποια λύσις» στο πρόβλημα των χιλιάδων ορφανών και εγκαταλελειμμένων παιδιών γιατί υπήρχε ένα κράτος που υστερούσε βαθιά σε δομές, σε οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική – προνοιακή πολιτική, στο δεύτερο μισό του αιώνα ήταν προφανές ότι το φιλανθρωπικό σύστημα και κατεστημένο αναπαρήγαγε τον εαυτό του με στόχο να υπάρχει το ίδιο, να αποφέρει παντός είδους οφέλη στους διαχειριστές του και να έχει ως όχημα τα ανυπεράσπιστα και αδιάφορα για την Πολιτεία παιδιά δυστυχούντων οικογενειών.
Γιατί η Πολιτεία επέτρεπε επί έναν αιώνα, ένα τόσο σημαντικό ζήτημα όπως η ανατροφή παιδιών που άπτεται του δημοσίου συμφέροντος και συνταγματικά ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους να επαφίεται στη κρίση και στο χειρισμό «απλών πολιτών» που χωρίς κανένα έλεγχο, καμιά προϋπόθεση συστήνουν σωματείο με τους τυπικούς όρους μια γενικής νομοθεσίας και αυτό τους δίνει το δικαίωμα να καθορίζουν τη ζωή και το μέλλον χιλιάδων ανηλίκων, για την ποιότητα της ζωής και της ανατροφής των οποίων δεν υπάρχουν ενιαίοι όροι και προϋποθέσεις, καθορισμένοι εκ των προτέρων; Γιατί αυτοί οι «απλοί πολίτες», φέροντας ο καθένας την ιδεοληπτική του άποψη για τη σωστή παιδαγωγική προσέγγιση για παιδιά που δεν είναι δικά του να έχουν το δικαίωμα να εφαρμόσουν τις προσωπικές τους απόψεις – θρησκευτικές, κοινωνικές, παιδαγωγικές- σε παιδιά των οποίων την ευθύνη έχει και οφείλει να έχει μόνο η Πολιτεία, εάν υποτεθεί ότι η τελευταία έδινε την ελάχιστη σημασία στην συνταγματική αυτή υποχρέωσή της; Η έλλειψη ρυθμιστικών διατάξεων τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα αποδεικνύουν ότι για το Κράτος, ο τομέας της παιδικής πρόνοιας ήταν πάντα το έσχατο στοιχείο πολιτικής, από το οποίο δεν θα κρινόταν καμιά κυβέρνηση και δεν θα καθόριζε ποτέ κανένα εκλογικό αποτέλεσμα. Η αλήθεια βέβαια είναι προφανής αφού το κράτος άφησε ανεξέλεγκτο όλον αυτόν το τομέα γιατί με τις «ιδιωτικές πρωτοβουλίες» το μεν κράτος «βολεύεται» αφού γλυτώνει έξοδα τα οποία κάλλιστα μπορεί να κατευθύνονται σε άλλες πιο ενδιαφέρουσες αλόγιστες δημόσιες δαπάνες , το δε παράδοξο σύστημα των πάσης μορφής ιδρυμάτων (φορέων παιδικής προστασίας) ασκεί μια πολιτική σε υποκείμενα που δεν μπορούν να την κρίνουν ούτε να αντιδράσουν λόγω της ανηλικότητάς τους, αντλεί πόρους, χρήματα και περιουσίες τις οποίες διαχειρίζεται ανεξέλεγκτα και διαμορφώνει ένα σύστημα παραπληρωματικό του ελλιπούς και ανεπαρκούς κρατικού μηχανισμού αντλώντας δύναμη, κύρος και επιρροή που διαμορφώνουν περισσότεροι οι «αστικοί μύθοι» περί «ποιοτικής φροντίδας» παιδιών παρά η πραγματικότητα που είναι κυριολεκτικά άγνωστη στους πολίτες αφού απαγορεύεται να τα επισκεφθούν, απαγορεύεται να συνομιλήσουν με παιδιά, απαγορεύεται να κάνουν μια ενδελεχή, ανεξάρτητη και απρόσκοπτη έρευνα στο χώρο για να εξαχθούν πραγματικά συμπεράσματα για την ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας για τα παιδιά των ιδρυμάτων Ωστόσο είναι αδιαμφισβήτητο, ότι για ό,ποιους λόγους κι αν γίνεται, χιλιάδες παιδιά ασχέτως συνεπειών, βρήκαν στέγη και τροφή και επέζησαν από βίαιες οικογενειακής συνθήκες και την εξαθλίωση. Αλλά είναι αυτό αρκετό;
Και ερχόμαστε στο προκείμενο. Εάν οι φορείς παιδικής προστασίας και οι οργανώσεις – διάβασα χθες για 29 οργανώσεις που διακηρύσσουν τις γνωστές και επαναλαμβανόμενες κοινοτοποπίες περί ΔΣΔΠ και αναρωτιέμαι γιατί αυτό δεν γινόταν εδώ και 30 χρόνια – επιθυμούσαν το «καλό» των παιδιών όπως τώρα διατείνονται αίφνης τα τελευταία 2-3 χρόνια, γιατί δεν προωθούσαν και δεν υποστήριζαν το θεσμό της αναδοχής για πολλά από τα παιδιά που φρόντιζαν ή νοιάζονταν, αφού και η νομοθεσία και η διαδικασία υπήρχε. Η αναδοχή ως γνωστόν είναι ένας κοινωνικός θεσμός που εφαρμόστηκε από τη δεκαετία του 1950 πιο μαζικά και νομικά υπάρχει από το 1993. Συνεπώς δεν ήταν ποτέ η νομοθεσία ο λόγος που ένας θεσμός σαφώς ωφελιμότερος για μεγάλο αριθμό παιδιών στερημένων από οικογένεια δεν υποστηρίχθηκε από τις φιλανθρωπικές οργανώσεις, σωματεία και ιδρύματα διότι στην αντίθετη περίπτωση, ένας ολόκληρος μηχανισμός τάχα κοινωνικής πρόνοιας με όλα τα ελαττώματα και τη διαφθορά που χαρακτηρίζει και το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα σε αυτή της χώρα, κινδύνευε – κατά την αφελή τους προσέγγιση – να κατακρημνισθεί. Τότε, ποιο θα ήταν το έργο τόσων θρησκευτικού χαρακτήρα δομών, τόσων σωματείων φιλανθρώπων κυριών και κυρίων που αξιοποιούσαν κοινωφελώς τον ελεύθερο χρόνο τους, ποιο θα ήταν το αντικείμενο έκφρασης της εξουσιομανίας και της επιβολής πάνω σε αδύναμα πλάσματα όπως τα παιδιά. Είναι πια κοινός τόπος το ερώτημα: Είναι κατάλληλο ένα σωματείο, μια αστική μη κερδοπική εταιρία, ένα ίδρυμα που δημιουργήθηκε με βάση το ισχύον νομοθετικό διάταγμα της περιόδου της δικτατορίας (ΝΔ 1111/1972) να ασκεί πολιτική για την ανατροφή παιδιών χωρίς άλλους ειδικούς όρους και προϋποθέσεις; Όχι δεν είναι. Και πρέπει πλέον να επανεξεταστεί και να δημιουργηθεί μια ειδική νομοθεσία (τύπου αθλητικού νόμου) που θα προβλέπει εξ αρχής τις προϋποθέσεις καταστατικής λειτουργίας τέτοιων φορέων προκειμένου να ασκήσουν πολιτική για τα ευάλωτα παιδιά.
Όμως αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος που εξηγεί και τις ακατανόητες αντιστάσεις όλου αυτού του συστήματος να μην προάγει το πραγματικό συμφέρον των παιδιών και να ασχολείται ο καθένας, το κάθε ίδρυμα με ένα παιδαγωγικό μοντέλο που κατά τη γνώμη του είναι το καλύτερο και φυσικά ούτε συνεργάζεται, ούτε διαβουλεύεται, ούτε αναγνωρίζει σε κανέναν άλλο το δικαίωμα να το κριτικάρει. Δεν θα υπήρχε καλύτερο μοντέλο προώθησης της αναδοχής των παιδιών από την οργάνωσή της από τις ίδιες τις δομές φιλοξενίας τους – που το κράτος τους εμπιστεύθηκε ψυχές παιδιών – που σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνικές υπηρεσίες – εάν υπήρχαν και εάν είχαν τη δυνατότητα και την ικανότητα να λειτουργήσουν σωστά – φρόντιζαν να διασφαλίζουν κατάλληλες οικογένειες για τα παιδιά, να χρηματοδοτούν τα ίδια την αναδοχή των παιδιών τους με ειδικά κονδύλια στον προϋπολογισμό τους και να συνεργάζονται φιλικά και με διαφάνεια με την κοινότητα για την υιοθεσία των παιδιών όταν προκύπτει η ανάγκη να διασφαλιστεί στο παιδί ένα μόνιμο σταθερό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό, κεντρικότερες κοινωνικές υπηρεσίες όπως οι περιφερειακές θα είχαν την ευθύνη οργάνωσης του συστήματος αναδοχής των παιδιών απευθείας σε ειδικά προετοιμασμένες οικογένειες μόνο ως ανάδοχες ή σε ένα μικτό σύστημα κυρίως για μικρά παιδιά όπου μια ανάδοχη οικογένεια θα είχε τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε θετή. ΄Ένα σύστημα με την προϋπόθεση ότι όλες οι διοικήσεις των ιδρυμάτων θα ακολουθούσαν ενιαία πολιτική υπό την εποπτεία τοπικών κοινωνικών υπηρεσιών και όλοι οι κοινωνικοί επαγγελματίες θα ακολουθούσαν κοινά αποδεκτό πρωτόκολλο χωρίς την εμφιλοχώρηση προσωπικών αντιλήψεων και υποκειμενικών απόψεων.
Αντί για την καθιέρωση ενός περισσότερου προηγμένου μοντέλου με την αυτονόητη εμπλοκή των τοπικών κοινοτήτων, οι ελληνικές κυβερνήσεις για να ξυπνήσουν από το «λήθαργο» το σύστημα που οι ίδιες το έριξαν επί πολλές δεκαετίες, υιοθέτησαν ένα κεντρικό μοντέλο αναδοχής χωρίς προετοιμασία, χωρίς γνώση των επιμέρους αναγκών και συνθηκών, χωρίς διερεύνηση της κοινωνικής ανταπόκρισης, χωρίς υποστήριξη σε προσωπικό και εκπαίδευση των τοπικών κοινωνικών υπηρεσιών, με ελλιπέστατη δυνατότητα εποπτείας και ενέργειες αμφιβόλου νομιμότητας αναποτελεσματικότητας. Και σε αυτό το σύστημα, δεν έχουν μαζί τους αλλά απέναντί τους τους ίδιους τους φορείς που μεγαλώνουν τα πιο ευάλωτα παιδιά της ελληνικής κοινωνίας, συχνά δικαιολογημένα λόγω των λαθών και των ολιγωριών του συστήματος που όμως δεν βοηθάει σε κάτι που στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη είναι αυτονόητο: Να εξασφαλίσουμε γι αυτά τα παιδιά τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης μέσα από επιλεγμένα και εποπτευόμενα περιβάλλοντα οικογενειακής φροντίδας.
Ο θεσμός της αναδοχής ως μέρος ενός ευρύτερα οργανωμένου συστήματος παιδικής προστασίας, για να ενεργοποιηθεί και να λειτουργήσει χωρίς τις επιβλαβείς παρεκκλίσεις από το στόχο που ήδη διαπιστώνονται σε χώρες που τον εφαρμόζουν χρόνια, χρειάζεται τη σύμπραξη των Υπουργείων Παιδείας, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Υγείας, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας και Οικονομικών. Για να εφαρμοστεί ένα ουσιαστικό και όχι πρόχειρο και εν πολλοίς αφημένο στην τύχη του, σύστημα παιδικής προστασίας πρέπει να γίνουν μια σειρά αποφασιστικές τομές σε όλους τους τομείς από όπου προκύπτουν οι συντελεστές αυτού του συστήματος. Ακούμε ας πούμε ως κοινότοπη «καραμέλα» το θέμα της παρέμβασης στην προβληματική οικογένεια, χωρίς να μας εξηγεί κανείς τον τρόπο που θα επιτευχθεί αυτό και με ποιους επαγγελματίες. Παραδείγματος χάριν προβληματική οικογένεια από όπου «παράγονται» παιδιά για ιδρύματα είναι αυτά με γονείς βυθισμένους στη χρήση ουσιών, ανθρώπους που έχουν σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, ανθρώπους που ζουν σε περιθωριακό περιβάλλον και συχνά στην παραβατικότητα, σε μειονοτικό περιβάλλον ακραίας φτώχιας ή ανθρώπους που έχουν στην καθημερινότητά τους τη βία και εναντίον των παιδιών τους και συχνά αυτούς που λόγω δικών τους παιδικών τραυμάτων δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τις ευθύνες που συνεπάγεται η ανατροφή ενός παιδιού. Οι παρεμβάσεις στο χώρο αυτό άπτονται πολλών και διαφορετικών υπηρεσιών και φυσικά δεν αρκεί μια συμβουλευτική από τον κοινωνικό λειτουργό του Δήμου για να τα αντιμετωπίσει. Και σίγουρα κατά την περίοδο επανάκαμψης της οικογένειας από τα προβλήματα – αν υποτεθεί ότι μπορεί να γίνει – τα παιδιά δεν μπορούν να ζουν μέσα σε αυτήν αλλά σε μια κατάλληλη ανάδοχη οικογένεια.
Η λειτουργία του συστήματος απαιτεί σοβαρές τομές και σε όλους τους τομείς που συγκροτούν την αλυσίδα του. Να εκσυγχρονιστούν και να αναβαθμιστούν οι σπουδές κοινωνικής εργασίας και να δημιουργηθεί εξειδίκευση στην προστασία ανηλίκων, να καθιερωθεί μηχανισμός επιλογής ικανού σε προσόντα και αριθμό προσωπικού κοινωνικών υπηρεσιών με συγκεκριμένο αντικείμενο, να μεταρρυθμιστεί η νομοθεσία για θεσμούς που αφορούν τους ανήλικους σε συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, να εκπαιδευτούν δικαστές, εισαγγελείς και δικηγόροι έχοντας στο πλευρό τους τις κοινωνικές υπηρεσίες των δικαστηρίων ώστε να σταματήσει το απαράδεκτο σύστημα να δικάζονται οικογενειακές υποθέσεις από ένα δικαστή χωρίς καν μια γνωμοδοτική κοινωνική έκθεση και χωρίς να παρίστανται οι φυσικοί γονείς των παιδιών να προβάλουν τα επιχειρήματά τους λόγω άγνοιας και φτώχιας. Να δημιουργηθούν ειδικές δομές μαζί με το Υπουργείο Υγείας για τα παιδιά με ψυχοκοινωνικά προβλήματα και να σταματήσει το αίσχος των «αποθηκών ψυχών» των αναπήρων παιδιών, να ενεργοποιηθούν οι Κεντρικές Ενώσεις Περιφερειών και Δήμων και να μην συμπεριφέρονται – οι τοπικοί άρχοντες – σαν να μην τους αφορά το θέμα της οικογενειακής αποκατάστασης παιδιών που απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές αφήνοντας τις δικές τους ευθύνες και αρμοδιότητες στην κεντρική διοίκηση. Να δοθεί προτεραιότητα και άμεση παρέμβαση σε οικογένειες με σοβαρά οικονομικά προβλήματα οι οποίες με κοινωνική υποστήριξη και ειδικό πρόγραμμα επαγγελματικής διεξόδου αλλά και παρακολούθηση της προόδου τους να μπορούν να διασφαλίζουν την παραμονή των παιδιών τους στην οικογένεια με αξιοπρεπείς συνθήκες. Αν σε μια οικογένεια όπου υπάρχουν γονείς εθισμένοι σε ουσίες, ψυχικά ασθενείς ή νοητικά σοβαρά υστερούντες με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κακοποιητικές και παραμελητικές συμπεριφορές στα παιδιά, να γίνονται αποφασιστικές και έγκαιρες απομακρύνσεις και οικογενειακές τοποθετήσεις των παιδιών πριν η κατάσταση επιβαρυνθεί δραματικά και το παιδί μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον που θα του δημιουργήσει ανεπίστρεπτες βλάβες. Όμως παραβιάζει σοβαρά τα ατομικά δικαιώματα η απομάκρυνση από την οικογένεια παιδιών που οι γονείς τους έχουν νοητική υστέρηση και δεν μπορούν να τα φροντίσουν κατάλληλα, γιατί το σύστημα δεν μπορεί να εξασφαλίσει μια υποστήριξη σε αυτές τις οικογένειες, χωρίς να απομακρύνει τα παιδιά τους.
Και τέλος, το σύστημα παιδικής προστασίας μέσω της αναδοχής δεν γίνεται «με ένα νόμο», με τυχάρπαστες διαδικασίες και αδαείς ή απροετοίμαστους υπαλλήλου, χωρίς ευρύτερες συνεργασίες και συναινέσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, κεντρικής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης. Και επίσης χωρίς παράλληλα να δουλεύεται συστηματικά ένα σχέδιο οργάνωσης ενός σώματος υποψηφίων αναδόχων οικογενειών που μεγάλωσαν τα δικά τους παιδιά και θέλουν συνειδητά να φροντίσουν και άλλα παιδιά χωρίς να επιδιώκουν την υιοθεσία, συνεργαζόμενοι για την υιοθεσία τους ή τη μακροχρόνια αναδοχή τους Παράλληλα, αν από το ιστορικό ενός παιδιού προδιαγράφεται η πορεία του σε μονιμότερη τοποθέτηση, τότε μπορεί να επιλέγεται μια άτεκνη οικογένεια ή ένας μεμονωμένος υποψήφιος φροντιστής. Φυσικά στις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές τίποτα δεν είναι απόλυτο. Υπάρχουν άνθρωποι άτεκνοι οι ίδιοι, που προσφέρονται με ιδιαίτερη επιτυχία να φροντίσουν παιδιά, χωρίς να επιδιώκουν αναγκαστικά την υιοθεσία τους. Και η ικανότητα του κάθε ζευγαριού, του κάθε υποψήφιου αναδόχου δεν μπορεί να διαγνωστεί από μια ηλεκτρονική αίτηση, μια κοινή για όλους κοινωνική έρευνα και μάλιστα ανεξάρτητα της αντιληπτικής ικανότητας ενός μόνο κοινωνικού λειτουργού – αν και εφόσον υπάρχει και αυτός – αντί μιας διεπιστημονικής ομάδας που θα αποφανθεί συνολικά. Δεν μπορεί να προχωρήσει η αναδοχή παιδιών με ιδιαίτερες ανάγκες χωρίς μια εξειδικευμένη εκπαίδευση. Δεν μπορεί να προχωρήσει η αναδοχή παιδιών που την έχουν επίσης πολύ μεγάλη ανάγκη, όπως των προεφήβων, αν η καμπάνιες για την αναδοχή είναι «χαμογελαστά ζωάκια» και σπικάζ για παιδιά που «προσωρινά» βρίσκονται εκτός οικογένειας. Είναι ένα μεγάλο ψέμα. Στην Ελλάδα τα παιδιά που «βγαίνουν» από την οικογένεια, σπανιότατα «ξαναμπαίνουν» σε αυτή και το τελευταία με αμφιλεγόμενα κριτήρια και συχνά καταστροφικά αποτελέσματα.
΄Όμως παρ΄όλες αυτές τις παραλείψεις, τα λάθη, τις αληθείς προθέσεις των νομοθετούντων προχείρως υπουργών, υπάρχει και η πραγματικότητα που λέει ότι αρκετά παιδιά, βρήκαν οικογένειες, απέκτησαν το δικό τους σπίτι και ζουν το «όνειρο» της αληθινής γονεϊκής φροντίδας. Κάποια από αυτά δεν θα τα πάνε καλά. Αυτός είναι πάντα ο μεγάλος κίνδυνος της αναδοχής που μόνο η συστηματική εποπτεία και υποστήριξη μπορεί να προλάβει.