Η ΣΥΓΓΕΝΙΚΗ ΑΝΑΔΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΤΗΝ ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΠΡΟΤΙΜΗΤΕΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

Της Ελένης Γεώργαρου, τ. δικηγόρου Εφετείου Θεσσαλονίκης, πρόεδρου «Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών «Δικαίωμα στην Οικογένεια», Ιούλιος 2022

ΕΡΓΟ: «Τα δικαιώματα των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα/Τα αόρατα παιδιά», Τομέας: Συνηγορία

Συχνά αντιμετωπίζουμε το ερώτημα για τη θέση που κατέχει η συγγενική αναδοχή ανηλίκων μέσα στο νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη λειτουργία των θεσμών της αναδοχής και της υιοθεσίας για τους ανήλικους που έχουν ενταχθεί στο προνοιακό σύστημα προστασίας των ανηλίκων. Διαπιστώνουμε ότι υφέρπουν ακόμη παρανοήσεις σχετικά με το πότε και κάτω από ποιες προϋποθέσεις, η συγγενική αναδοχή θεωρείται προτιμητέα για ένα παιδί έναντι της αναδοχής τρίτων προσώπων. Ας αρχίσουμε από το ορισμό:

Συγγενική αναδοχή είναι  ανάθεση της πραγματικής φροντίδας ή μέρους της άσκησης της γονικής μέριμνας του ανηλίκου (ή της επιμέλειας στο σύνολο ή μέρος της) σε συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ενός παιδιού που είτε υπάρχει αδυναμία φροντίδας από την πλευρά των γονέων του ή στερείται για οποιοδήποτε λόγο τη γονική μέριμνα των φυσικών γονέων του ή του ενός μόνο από αυτούς, όταν δεν υπάρχει άλλος γονέας ή έχει εκπέσει από τη γονική μέριμνα.

Ένα παιδί στερείται τη γονική μέριμνα των γονέων του (και αυτή ως έννοια συντρέχει μόνο στο πρόσωπο των γονέων και κανενός άλλου προσώπου) όταν αυτοί πεθάνουν, εξαφανιστούν (αφάνεια), τεθούν σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης και τους έχει αφαιρεθεί και το δικαίωμα άσκησης της γονικής μέριμνας ή έχουν εκπέσει από τη γονική μέριμνα για αδικήματα που τέλεσαν κατά της ζωής και της υγείας του παιδιού τους. Συνηθέστατα όμως, ένα παιδί μένει χωρίς γονική μέριμνα, όταν οι Δικαστικές Αρχές μόνιμα ή οι Εισαγγελικές Αρχές προσωρινά, αφαιρούν το δικαίωμα άσκησής της από τους φυσικούς γονείς ή τον έναν από αυτούς όταν δεν υπάρχει άλλος, για λόγους κακής άσκησής της σε βάρος του παιδιού.

Τη στιγμή που ένα παιδί θα μείνει χωρίς γονική μέριμνα οι προοπτικές του  είναι δύο: Να τοποθετηθεί σε ένα νέο, οικείο κατά προτίμηση, οικογενειακό περιβάλλον ή να σε ένα ίδρυμα για παιδιά. Εάν το παιδί τοποθετηθεί σε ίδρυμα πριν την αναδοχή του, τότε πιθανόν στο πλαίσιο της οικογενειακής του αποκατάστασης μέσω να αναζητηθεί η  καλύτερη λύση μέσω της αναδοχής τρίτων προσώπων ή συγγενικών (συγγενική αναδοχή). Ποιά είναι τα κριτήρια που θα εφαρμοστούν;

΄Εχουμε συχνά εντοπίσει περιστατικά «μεροληπτικής» αντιμετώπισης των ιδρυμάτων υπέρ συγγενικών προσώπων των ανηλίκων, σε βαθμό που να μην εξετάζεται επισταμένως η καταλληλότητά τους να αναλάβουν τη φροντίδα των παιδιών όπως συμβαίνει  στους υπόλοιπους υποψήφιους αναδόχους γονείς,   αλλά να δίνουν βαρύτητα στην ιδιότητα της συγγένειας, σαν αυτή από μόνη της να δημιουργεί ένα αυτονόητα, καλύτερο πλαίσιο, ανατροφής ενός παιδιού. Πολλά λάθη έχουν γίνει, πολλά παιδιά δόθηκαν «ελαφρά τη καρδία» σε συγγενείς ή ακόμη και σε εντελώς ακατάλληλους γονείς, που τα διεκδίκησαν μετά την απομάκρυνσή τους, και κατέληξαν – τα παιδιά –  να θυματοποιούνται ξανά και ξανά και εν τέλει να επιστρέφουν, πολύ περισσότερο τραυματισμένα στο ίδρυμα. Εκείνο που δεν έχουμε εντοπίσει ακόμη, είναι η αναθεώρηση τέτοιων εσφαλμένων πολιτικών από συγκεκριμένα ιδρύματα, δέσμια, δήθεν επιστημονικών και κοινωνικών θεωριών, αυτοδιαψευδόμενων από την ίδια τη ζωή και την εξέλιξη των παιδιών. Και φυσικά επειδή πουθενά δεν είναι καταγεγραμμένα τα στοιχεία των αποτυχημένων επιστροφών παιδιών στην φυσικής τους οικογένεια ή των αποτυχημένων συγγενικών αναδοχών, οι εμπνευστές αυτών των «εύκολων» πολιτικών που τις διαφημίζουν ως «οικογενειακές επανενώσεις» ούτε τις συνέπειες υφίστανται, ούτε τη δημόσια κριτική και συνεχίζουν ανενόχλητοι τα λάθη τους και την καταστροφή παιδικών ψυχών.

Είναι κοινότοπο αλλά πρέπει συνεχώς να επαναλαμβάνεται, ότι απαραίτητη προϋπόθεση, είτε εργαζόμαστε ως κοινωνικοί λειτουργοί ή ειδικοί της ψυχικής υγείας ή δικηγόροι ή δικαστές ή εισαγγελείς αλλά πάντως όλοι στον πεδίο της κοινωνικής προστασίας ανηλίκων, είναι να μην απομακρυνόμαστε ποτέ από το στόχο: ΄Οτι επιδιώκουμε να διασφαλίσουμε ανθρώπινες ψυχές και συχνά ζωές αθώων παιδιών, που έχουν το δικαίωμα ανθρωπιστικά και συνταγματικά να τύχουν της  επωφελέστερης για τη ζωή και το μέλλον τους αντιμετώπισης, ότι κάθε περιστατικό έχει τις δικές του ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίσσεται κάθε φορά και δεν υπάρχουν μοτίβα χειρισμού υποθέσεων.  Το κάθε παιδί και οι συνθήκες που συντρέχουν στο πρόσωπό του είναι μοναδικές και διαφορετικές.  Δεν είναι ένα ακόμη “περιστατικό” στην αντζέντα μας,  για να επιδέχεται γενικεύσεις, ιδεολογικές ή επιστημονικοφανείς προσκολλήσεις και ισοπεδωτικές αντιλήψεις χειρισμού του. Επιδιώκουμε όλοι στο χώρο αυτό – υποτίθεται- να μην παράγουμε μετά από 10,15,20 χρόνια ανθρώπινα ράκη που θα μπαινοβγαίνουν στα ψυχιατρεία, θα τοποθετούν τον εαυτό τους στο άγονο περιθώριο και θα επαναλαμβάνουν ως ενήλικες τη θλιβερή ζωή των γονέων τους που τα οδήγησε στο ίδρυμα, οδηγώντας στο ίδιο μέρος και τα δικά τους παιδιά.

Ποιές είναι συνεπώς οι περιπτώσεις που πρέπει να  επιλέγεται ως συμφερότερη για ένα παιδί η συγγενική αναδοχή, έναντι της αναδοχής τρίτων προσώπων;

Είναι φανερό ότι το προνοιακό μας σύστημα (όπως και άλλων χωρών) διέπεται, καθώς δεν έχει γίνει επαρκής επεξεργασία, από την «ενοχή» που δημιουργεί μερικές φορές στους επαγγελματίες, ο βίαιος αποχωρισμός ενός παιδιού από το γονέα του. Ακόμη και εάν ο γονέας αυτός είναι κακοποιητής, ακόμη και εάν  στερεί από το παιδί του τα βασικά για την ανατροφή του, ακόμη και εάν μπορεί να το οδηγήσει στη στυγνή εκμετάλλευση ή το θάνατο, παραμένει «ο γονέας του». Και αυτό αποτελεί ένα είδος ταμπού που με μεγάλη δυσκολία αντιμετωπίζεται σε βάρος χιλιάδων παιδιών που υφίστανται χρόνια κακοποίηση. Στο περιβάλλον αυτού του ίδιου κακοποιητικού ή παραμελητικού  γονέα βρίσκονται συγγενείς, άλλοτε πιο κοντά και άλλοτε πιο μακριά, που συχνά  αποδεικνύεται ότι είτε ανέχονται γνωρίζοντας όσα συμβαίνουν σε βάρος ενός παιδιού, είτε ακόμη καλύπτουν κακοποιητικές συμπεριφορές. Και υπάρχουν και κάποιοι μακρινότεροι ίσως συγγενείς που δεν εμπλέκονται έμμεσα ή άμεσα στην κακοποίηση του παιδιού και θα μπορούσαν θεωρητικά να φροντίσουν τον ανήλικο. Η τελευταία περίπτωση είναι σπανιότατη. Μακρινοί συγγενείς ή συγγενείς που δεν είχαν ποτέ σχέσεις και επαφή με τη φυσική οικογένεια του παιδιού, δεν διατηρούν δεσμούς με αυτό, σπανίως θα ενδιαφερθούν να αναλάβουν τη φροντίδα του εάν το παιδί είναι μεγαλύτερης ηλικίας ενώ είναι πολύ πιθανό να ενδιαφερθούν εφόσον είναι άτεκνοι να αναλάβουν ένα εγκαταλειμμένο βρέφος με το οποίο τους συνδέει και μια συγγένεια.

Συχνότερα, δυστυχώς για τα παιδιά, «διεκδικητές» της φροντίδας τους, με διάφορα κίνητρα είναι οι γιαγιάδες και οι παππούδες δηλαδή οι γονείς των ακατάλληλων γονέων των παιδιών, πρόσωπα που αφενός συνετέλεσαν στον να περιέλθουν τα δικά τους παιδιά σε καταστάσεις καταστροφικές για τα ίδια και με τη σειρά τους να κακοποιήσουν ή να παραμελήσουν τα δικά τους παιδιά. Και στην τελευταία περίπτωση , οι γιαγιάδες και παππούδες δεν ήταν τόσο ή αποτελεσματικοί για τα εγγόνια τους ώστε να προλάβουν την κακοποίησή τους και να τα διασώσουν με αποτέλεσμα να καταλήξουν θύματα.  Σε αυτούς τους ανθρώπους, τους ακατάλληλους a priori να αναλάβουν τη φροντίδα των εγγονών τους, διότι ακατάλληλοι γονείς για τα παιδιά τους δεν μπορούν να γίνουν κατάλληλοι «γονείς» για τα εγγόνια τους, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας που αναφέρουν και οι δικαστικές αποφάσεις,  ιδρύματα επανειλημμένα έχουν επιδιώξει και συναινέσει και διατυμπανίσει ότι εμπιστεύονται τα παιδιά για να ολοκληρωθεί το καταστροφικό έργο της ακατάλληλης φυσικής οικογένειας.

Ποιος  έχει πείσει τους υπέρμαχους αυτής της άποψης ότι το να μεγαλώνουν τα παιδιά με υπερήλικες με τα δικά τους σοβαρά προβλήματα,  οι οποίοι συνεχίζουν μερικές φορές  να έχουν στο περιβάλλον τους τα δικά τους προβληματικά παιδιά δηλαδή τους ακατάλληλους για τα ανήλικα γονείς, είναι προς το συμφέρον τους; Πάντως όχι η νομοθεσία που με τις διατάξεις της κατευθύνει με πολύ σαφείς όρους στη συγγενική αναδοχή, υπό τη συνδρομή ειδικών προϋποθέσεων που πρέπει να τηρούνται και όχι να παρακάμπτονται με μεθοδεύσεις των ιδρυμάτων.

ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΕΝΙΚΗ ΑΝΑΔΟΧΗ;

Συναντούμε τον όρο «συγγενική αναδοχή»  για την αποκατάσταση του παιδιού σε δύο νομοθετικές διατάξεις.

  1. Στην παρ. 3 του άρθρου 1533 του Αστικού Κώδικα, που αναφέρει ότι: “Το δικαστήριο αποφασίζει την ανάθεση της πραγματικής φροντίδας ή της επιμέλειας στον τρίτο κατά τη δεύτερη παράγραφο του προηγούμενου άρθρου ή την πρώτη παράγραφο του παρόντος, ύστερα από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και γενικά της καταλληλότητάς του, στηριζόμενου υποχρεωτικά σε βεβαίωση της κοινωνικής υπηρεσίας. Η ανάθεση γίνεται σε κατάλληλη οικογένεια, κατά προτίμηση συγγενική (α ν ά δ ο χ η ο ι κ ο γ έ ν ε ι α)και, αν αυτό δεν είναι δυνατό, σε κατάλληλο ίδρυμα”.
  2. Στην παρ. 1 του άρθρου 8 Ν. 4538/2018 που αναφέρει ότι:« Κατάλληλοι για να γίνουν ανάδοχοι, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, είναι οικογένειες που αποτελούνται από συζύγους ή έχοντες συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, με ή χωρίς παιδιά, ή μεμονωμένα άτομα, άγαμα, ή διαζευγμένα, ή σε χηρεία, με ή χωρίς παιδιά, που μπορεί να είναι συγγενείς εξ αίματος οποιουδήποτε βαθμού με το ανήλικο τέκνο (συγγενική αναδοχή). Μεταξύ περισσοτέρων κατάλληλων υποψήφιων αναδόχων γονέων η επιλογή γίνεται πάντα με γνώμονα το συμφέρον του ανηλίκου, υπό το πρίσμα και της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού, που κυρώθηκε με το ν. 2101/1992 (Α’ 192). Η συγγενική αναδοχή πρέπει να προτιμάται.

Λόγος για τους πλησιέστερους συγγενείς ενός παιδιού γίνεται και στη διάταξη του άρθρου 1532 του Αστικού Κώδικα, που αναφέρει ότι: «Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου ή ο εισαγγελέας, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο». Η διάταξη αυτή προβλέπει περιοριστικά και όχι ενδεικτικά τα πρόσωπα που μπορούν να απευθυνθούν στο Δικαστήριο απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση Εισαγγελέα που είναι οι πλησιέστεροι συγγενείς του παιδιού ή ο ένας γονέας (εναντίον του άλλου).

Σε κάθε άλλη περίπτωση οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί ή διαπιστώνει ότι ένας γονέας ασκεί με ακατάλληλο τρόπο το καθήκον της γονικής μέριμνας απέναντι στο παιδί του, οφείλει να απευθυνθεί στον Εισαγγελέα. Βεβαίως, καθώς το σημείωμά μας αυτό έχει σκοπό να αποτυπώσει την κοινωνική πραγματικότητα και όχι μόνο τη θεωρητική νομική κατάσταση, υπάρχουν περιπτώσεις που άνθρωποι απευθύνθηκαν σε Εισαγγελείς και δεν λήφθηκε καμιά μέριμνα για το ανήλικο παιδί για πολλούς και διαφόρους λόγους. Εδώ το Κράτος θα μπορούσε με τη θέση μιας σειράς σοβαρών εγγυήσεων και δεδομένης της δυσλειτουργίας της Δικαιοσύνης λόγω έλλειψης προσωπικού, κατάρτισης, έλλειψης των Οικογενειακών Δικαστηρίων να συγκροτήσει επιτέλους τις  ειδικές κοινωνικές  υπηρεσίες των Πρωτοδικείων,  για άμεση παρέμβαση σε περιπτώσεις κακοποιήσεων ή εγκατάλειψης ανηλίκων που να συνεργάζονται με την Εισαγγελία έχοντας όμως ταχύτερα και αμεσότερα ανακλαστικά. ΄Εχουν περάσει 27 χρόνια από τη νομοθετική πρόβλεψη, έχουν συγκροτηθεί χιλιάδες ήσσονος σημασίας υπηρεσίες και έχουν προσληφθεί  υπάλληλοι που δεν έχουν κανένα αντικείμενο εργασίας και κανένας Υπουργός Δικαιοσύνης μέχρι σήμερα δεν έχει το σθένος να προχωρήσει αποφασιστικά στην συγκρότηση των κοινωνικών υπηρεσιών των Δικαστηρίων.

Από την απλή ανάγνωση των διατάξεων για την καταλληλότητα της ανάδοχης οικογένειας, διαπιστώνει ο καθένας, ότι η έμφαση για την επιλογή μεταξύ αναδόχων οικογενειών που πληρούν εξίσου τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, δίδεται στην ιδιότητα «κατάλληλη οικογένεια», δηλαδή στην οικογένεια εκείνη που θεωρείται ότι θα προστατέψει με το καλύτερο δυνατόν τρόπο το συμφέρον του παιδιού σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού και όχι στην εξ αίματος συγγένεια, και εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις μεταξύ δύο ή τριών οικογενειών, προτιμάται η «συγγενική». Πρακτικά, τα συμπεράσματα στα οποία μας  οδηγεί με σαφήνεια η νομοθεσία είναι τα παρακάτω:

  1.  Ο/η συγγενής δεν έχει καμιά προτεραιότητα να αναλάβει την επιμέλεια ή την άσκηση της γονικής μέριμνας συνολικά ενός παιδιού μόνο  ή κυρίως γιατί έχει την ιδιότητα του συγγενούς. Αντίθετα. Επειδή ο συγγενής ζει στο συγγενικό περιβάλλον ενός κακοποιημένου παιδιού πρέπει να ελέγχεται γιατί δεν φρόντισε να προφυλάξει έγκαιρα το παιδί και κατά πόσο συμμετείχε ακόμη και δια παραλείψεως, υπό οποιαδήποτε θέση του στην οικογένεια (παππούς ,γιαγιά, θείος, θεία) και σε ποιο βαθμό, στην κακοποίηση ενός παιδιού  που συντελούνταν με υπεύθυνους τους δικούς του συγγενείς. Τα διδάγματα της κοινής πείρας που τα δικαστήρια χρησιμοποιούν θεσμικά για την κρίση τους, μας αποδεικνύουν ότι ένας κακός ή ανεπαρκής ή αδιάφορος γονέας για το παιδί του δεν μπορεί να είναι κατάλληλος «γονέας» για τον εγγονό ή την εγγονή του. Αντίστοιχα ένας συγγενής που δεν κατήγγειλε, δεν βοήθησε αποτελεσματικά και σιωπούσε επί χρόνια καλύπτοντας έμμεσα ή άμεσα, την κακοποιητική συμπεριφορά του γονέα του παιδιού προφανώς και είναι ακατάλληλος(ή αδύναμος) να αναλάβει την φροντίδα του. Γιατί είναι ΣΥΝΕΡΓΟΣ στο έγκλημα που τελέστηκε σε βάρος του ανήλικου.
  2. Τόσο τα πρόσωπα που δεν έχουν συγγενική σχέση με ένα παιδί όσο και τα πρόσωπα που έχουν συγγενική σχέση με ένα παιδί υπάγονται ακριβώς στις ίδιες προϋποθέσεις για να κριθούν τυπικά και ουσιαστικά κατάλληλοι ανάδοχοι γονείς για ένα παιδί (άρθρο 8 του Ν. 4538/2018 «Κατάλληλοι να γίνουν ανάδοχοι γονείς»). Εξαίρεση δημιουργείται μόνο σε κατεπείγουσες περιπτώσεις ανάγκης απομάκρυνσης ενός παιδιού – εξαιτίας της έλλειψης συγκρότησης ειδικού μητρώου υποψηφίων αναδόχων κατεπείγουσας βραχυχρόνιας αναδοχής – π.χ. σε φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, που το παιδί όλως προσωρινά μπορεί να κατευθυνθεί σε συγγενείς εφόσον κατά την γνώμη μας δεν εμπλέκονται και δεν ανέχτηκαν με οποιοδήποτε τρόπο τη χρόνια παραβίαση του δικαιώματος καλής άσκησης της επιμέλειας ενός παιδιού μέσα στην οικογένεια. Στην περίπτωση άλλωστε αυτή, όπως έχουμε κριτικάρει, θα μπορούσαν και άλλα πρόσωπα να περιλαμβάνονται όπως γείτονες του παιδιού ή εκπαιδευτικοί ή άλλα πρόσωπα στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του ανηλίκου με το οποίο μπορεί να συνδέονται στενότερα.
  3. Δεν έχουν καμιά δικαιολογία και κανένα νομικά εδραιωμένα επιχείρημα τα ιδρύματα, με το πρόσχημα γνωμοδοτήσεων αμφιλεγόμενων επιστημονικών επιτροπών και προτάσεων «ειδικών» της ψυχικής υγείας και της κοινωνικής εργασίας, με προβληματικές εκ του αποτελέσματος απόψεις,   να προωθούν και να υποστηρίζουν σε βάρος μια καλά οργανωμένης αναδοχής τρίτων προσώπων, τη συγγενική αναδοχή χωρίς τις αναγκαίες, ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις. Παρανομούν και βλάπτουν εκατοντάδες παιδιά. Εμπαίζουν την κοινωνία εμφανίζοντας δήθεν «οικογενειακές επανενώσεις» που μόνο μεταξύ γονέων και παιδιών νοούνται, στέλνοντας τα παιδιά να μεγαλώσουν με ακατάλληλους υπερήλικες στις ίδιες κακές συνθήκες που ανέθρεψαν και τα δικά τους παιδιά.  Τα ιδρύματα έχουν υποχρέωση να τοποθετούν όσο το δυνατόν συντομότερα τους ανήλικους σε ανάδοχες οικογένειες με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια που έχουν θεσπιστεί. Κατά την ώρα της δικαστικής αναζήτησης του «αληθινού συμφέροντος του παιδιού» οφείλουν ΟΛΟΙ, Εισαγγελείς και ιδρύματα να θέτουν ενώπιον του δικαστηρίου όλες τις εκδοχές και  τις πραγματικές συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, τα στοιχεία καταλληλότητας των υποψηφίων αναδόχων οικογενειών, αν είναι περισσότερες της μίας οικογένειες ή περισσότερα του ενός πρόσωπα, και με  αντικειμενικές κοινωνικές εκθέσεις από τις κατά νόμο αρμόδιες υπηρεσίες που είναι ΜΟΝΟ τα Τμήματα Κοινωνικής Μέριμνας των Περιφερειακών Ενοτήτων ή Περιφερειών και όχι οι κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων ή τα Κέντρα Κοινότητας, να παρέχουν στο δικαστή όλα τα εργαλεία για να εργαστεί και να κρίνει αντικειμενικά προς το συμφέρον του παιδιού.   

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Μεταφέρουμε από την πολύ πρόσφατα εκδοθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, απόσπασμα σκεπτικού για τα κριτήρια επιλογής της κατάλληλης ανάδοχης οικογένειας για ένα παιδί:

Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η συγγενική αναδοχή μπορεί να προτιμηθεί σε σχέση με την αναδοχή τρίτων εάν έχει διαπιστωθεί ότι οι συγγενείς είναι το ίδιο κατάλληλοι με τρίτους υποψήφιους αναδόχους  μετά την ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών που προβλέπονται στο Ν. 4538/2018, διατηρούν σχέσεις οικειότητας με τον ανήλικο και διασφαλίζουν καλύτερα την ποιότητα της ανατροφής του. Η προσήλωση ιδρυμάτων στην πραγματοποίηση συγγενικών αναδοχών κατά προτίμηση, χωρίς να πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 8 Ν. 4538/2018) με μεθοδεύσεις που χρησιμοποιούνται για την απόσπαση των επιθυμητών δικαστικών αποφάσεων είναι παράνομη και αντίθετη στις καταστατικές υποχρεώσεις τους για την προστασία του συμφέροντος του παιδιού. Η έκδοση αντίστοιχα δικαστικών αποφάσεων που δεν λαμβάνει υπόψη τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει για την αναδοχή ανηλίκου, καταδεικνύει το έλλειμμα επιμόρφωσης των δικαστικών λειτουργών που πρέπει επίσης άμεσα να αντιμετωπιστεί.

Το γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμη και σήμερα, στην εποχή της ψηφιακής κοινωνίας, στατιστικά στοιχεία για τα αποτελέσματα της επιλογής της συγγενικής αναδοχής, παρά μόνο εμπειρικές καταγραφές παιδιών που μετά την τοποθέτηση σε συγγενικό περιβάλλον επέστρεψαν πιο καταπονημένα σωματικά και ψυχικά στο ίδρυμα, θα έπρεπε να κάνει τη συγγενική αναδοχή πολύ προσεκτικά επιλέξιμη ως λύση για το συμφέρον του παιδιού.  

΄Ενα σημαντικό απόσπασμα  από το βιβλίο «Η κοινωνική εργασία στην υιοθεσία και της αναδοχή»   που αποτελεί έκδοση του Κέντρου Βρεφών «Μητέρα» το 1989 και περιέχει τα σεμινάρια που έγιναν στο προσωπικό του Κέντρου από τον John Triseliotis, δ/ντή εκπαίδευσης στην Κοινωνική Εργασία του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου εξηγεί γιατί τα πράγματα στην προστασία παιδιών φαίνεται να στηρίζονται συχνά στην τύχη. Στην καλή ή κακή τύχη του παιδιού να συναντήσει τον καλό ή τον “κακό” κοινωνικό επαγγελματία, τον καλό ή τον” κακό” Εισαγγελέα, το καλό ή το “κακό” ίδρυμα, τον καλό ή τον “κακό” δικαστή, στο δρόμο του. Το βιβλίο επιμελήθηκε η κοινωνική λειτουργός, τότε αναπληρώτρια επιστημονική δ/ντρια Τασούλα Κουσίδου και εξακολουθεί ως σήμερα να είναι ένα μεγάλης αξίας, ίσως και το μοναδικό στον τομέα του  πόνημα στο χώρο της παιδικής προστασίας, την αξία του οποίου μπορεί να αναγνωρίσει μόνο όποιος έχει τριβή με την πραγματικότητα της κοινωνικής εργασίας. Διδάσκει λοιπόν, μεταξύ των άλλων, ο καθηγητής John Triseliotis:

 «Δεν υπάρχει κάποιο ευρέως αποδεκτό πλαίσιο που να χρησιμοποιείται σαν οδηγός όταν παίρνονται αποφάσεις για τα παιδιά.  Με δεδομένη την ανεπαρκή επιστημονική έρευνα σε όλους τους τομείς της πρακτικής της παιδικής προστασίας, δεν είναι περίεργο ότι προσωπικές επιλογές για να μην αναφερθούμε και σε  ιδεολογικές θέσεις, επηρεάζουν τις απόψεις μας για το ποιό είναι το συμφέρον του παιδιού. Σ΄αυτό οφείλεται η αμφιταλάντευση στην πολιτική και την πρακτική της παιδικής προστασίας καθώς και στις αποφάσεις των δικαστών. Π.χ. υπάρχουν περίοδοι  που οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι δικαστές έχουν υποστηρίξει την άποψη ότι το «αίμα νερό δε γίνεται» και έχουν δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην επιστροφή του παιδιού στους βιολογικούς γονείς, αδυνατώντας να αναγνωρίσουν τους δεσμούς του παιδιού με γονικά υποκατάστατα. Πώς αλλιώς  μπορεί να εξηγήσει κανείς τις αποφάσεις μερικών δικαστών, σύμφωνα με τις οποίες μικρά παιδιά επέστρεψαν στον έναν ή και στους δύο γονείς, παρότι δεν είχαν κανένα δεσμό μαζί τους και ενώ εν τω μεταξύ είχαν αναπτύξει στενούς δεσμούς για διάστημα δύο ή περισσοτέρων ετών με άτομα που τα φρόντιζαν; Αν και η έρευνα έχει δείξει ότι τα άτομα για τα οποία νοιάζονται τα παιδιά είναι εκείνα που τα φροντίζουν και όχι εκείνα που τα γεννούν, οι δικαστικές αποφάσεις αυτό μερικές φορές το αγνοούν».

Προσθέτουμε, με κάθε σεβασμό στο έργο ιδιαίτερα αξιόλογων και ανυποστήρικτων δραματικά επαγγελματιών της κοινωνικής εργασίας που με τη σειρά τους έσωσαν και έδωσαν πνοή ζωής σε χιλιάδες παιδιά με το ακαταπόνητο, ευαίσθητο και γεμάτο ενσυναίσθηση έργο τους, ότι ελάχιστα πράγματα άλλαξαν από τότε που ο καθηγητής John Triseliotis διαπίστωνε την αιτία του προβλήματος. Το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα. Με μια παρατήρηση από τη νομική πλευρά όπως τη βιώνουμε στην καθημερινή πρακτική της. Τα ελληνικά δικαστήρια παρά τις αδυναμίες τους, εφόσον τους παραδοθούν με αντικειμενικότητα και τεκμηρίωση κοινωνικά δεδομένα μπορούν να κρίνουν το καλύτερο για το παιδί. Κατηγορούνται, συχνά άδικα, για λανθασμένες κρίσεις ενώ δεν τους έχουν προσκομιστεί ούτε ΟΛΑ τα  πραγματικά περιστατικά, ούτε αποδεικτικά στοιχεία, ούτε σωστές κοινωνικές εκθέσεις, ούτε ειλικρινείς μάρτυρες. Το λέμε και το επαναλαμβάνουμε: Η παιδική προστασία χρειάζεται συνεργασία, ομαδικότητα, διεπιστημονικότητα και πολύ συχνά – το αναφέρει ο Triseliotis, το επιβεβαιώνει η εμπειρία μας  – τον κοινό νου απλών ανθρώπων. Η συμμετοχή συχνά  γονέων, αναδόχων, θετών ή φυσικών σε μια ομάδα εργασίας μπορεί να είναι πολύ πιο αποδοτική και ωφέλιμη για το μέλλον ενός παιδιού  από την επίκληση ακαδημαϊκών τίτλων. Και φυσικά η εξειδικευμένη νομική πλαισίωση θα έκανε το έργο των κοινωνικών υπηρεσιών πολύ πιο αποδοτικό και αποτελεσματικό.

Αφήστε μια απάντηση


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.