Εισήγηση-Ομιλία: Ελένη Γεώργαρου
Εναρκτήρια ομιλία της 4ης Ημερίδας ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης: Αθήνα 9/6/2023 Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΑCTIVE CITIZENS FUND
EΡΓΟ: ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΣΕ ΙΔΡΥΜΑΤΑ/ΤΑ ΑΟΡΑΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Ολοκληρώθηκαν οι δράσεις επιμόρφωσης και ευαισθητοποίησης για τα δικαιώματα των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα με την πραγματοποίηση του 4ου Εργαστήριο για την Κοινωνική Εργασία στον τομέα της Προστασίας Ανηλίκων και της 4ης Ημερίδας ευαισθητοποίησης με θέμα: «Ιδρύματα παιδικής προστασίας και δικαίωμα των ανηλίκων στην υγιή ανάπτυξη. Η οικογενειακή ανάδοχη φροντίδα ως μέσο αντιμετώπισης των ανισοτήτων για τα παιδιά των ιδρυμάτων». Οι εκδηλώσεις έλαβαν χώρα στην Αθήνα, στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, 6-9/6/2023 με την καθοριστική συμπαράσταση και υποστήριξη του σωματείου “ΕLIZA Εταιρεία κατά της κακοποίησης του Παιδιού” και την Αντιδημαρχία Κοινωνικής Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων και την Αντιδήμαρχο κα Κατερίνα Γκαγκάκη προσωπικά. Στην ιστοσελίδα μας θα παρουσιαστούν όλες οι εισηγήσεις που έχουν να προσφέρουν πολύ σημαντικές πληροφορίες και δεδομένα για το Σύστημα Παιδικής Προστασίας στη χώρα μας.
“Η Ημερίδα αυτή αποτελεί την τελευταία εκδήλωση του ΄Εργου που υλοποίησε το Δίκτυο Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών «Δικαίωμα στην Οικογένεια» με εταίρο την Ανώνυμη Αναπτυξιακή Εταιρεία Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης και συνεργάτες μια σειρά φορέων που δραστηριοποιούνται στην τομέα της προστασίας ανηλίκων όπως είναι η Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Καλαμάτας, ο Δήμος Ιωαννίνων, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού και στην Αθήνα, το σωματείο ΕΛΙΖΑ Εταιρεία κατά της κακοποίησης του παιδιού, το οποίο και ευχαριστούμε θερμά για την καθοριστική βοήθεια και υποστήριξη στη διοργάνωση του 4ου σεμιναρίου επιμόρφωσης κοινωνικών επιστημόνων και της ημερίδας αυτής.
Επιλέξαμε ως άξονα του ΄Εργου αυτού, την Ειδική ΄Εκθεση της Ανεξάρτητης Αρχής Συνήγορος του Πολίτη, Κύκλος Δικαιωμάτων των Παιδιού, για τα δικαιώματα των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα που δημοσιεύθηκε το 2015, γιατί μας ενδιέφερε να αναδείξουμε μια πραγματικά αόρατη κοινωνική ομάδα παιδιών, τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων που κατά κόρον υφίσταται και οδηγούν σε διακρίσεις κα ανισότητες και συχνά στον κοινωνικό αποκλεισμό.
Από όλες τις λεγόμενες ευάλωτες ή ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, τα παιδιά, και μάλιστα τα παιδιά χωρίς προστασία και χωρίς γονική εκπροσώπηση, είναι τα πλέον αδύναμα ανθρώπινα όντα, χωρίς δικαιοπρακτική ικανότητα λόγω της ηλικίας τους, χωρίς τη φυσική και πνευματική δυνατότητα προστασίας του εαυτού τους, χωρίς ψήφο χωρίς κανένα μέσο για να αποτελέσουν κοινωνική ομάδα πίεσης για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους και προστασίας της αξιοπρέπειάς τους. Συγχρόνως μια κοινωνική ομάδα, χωρίς «φωνή», χωρίς βήμα για να εκφράσει τη διαμαρτυρία της, χωρίς εκπροσώπηση για την προάσπιση των συμφερόντων της. Η ευάλωτη αυτή ομάδα υπήρξε για τους δύο σχεδόν τελευταίους αιώνες, αντικείμενο φιλανθρωπίας των εύπορων κοινωνικών τάξεων, των ηγεμόνων, την Εκκλησίας. Και ενώ υπήρξαν φυσιογνωμίες που είχαν αλτρουιστικές, πραγματικά, προθέσεις και έναν πηγαίο ανθρωπισμό με δημοκρατική αντίληψη και ευαισθησία, όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας για τα ορφανά του Αγώνα του 1821 κατά την επαναστατική περίοδο στην Ελλάδα και κάποιοι σημαντικοί ευεργέτες, υπήρξαν και πολλοί, που πίσω από τον ανθρωπισμό έκρυβαν ιδιοτελή κίνητρα άμεσου ή έμμεσου οφέλους.
Και ενώ τα φιλανθρωπικά ιδρύματα που συστάθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα για να αντιμετωπίσουν την αδυναμία του κράτους να φροντίσει τα υπεράριθμα ανυπεράσπιστα παιδιά που έχασαν τους γονείς από τους πολέμους, τις ασθένειες, τις προσφυγικές ροές, πράγματι επιτέλεσαν ένα σημαντικό ρόλο στην περίθαλψη χιλιάδων παιδιών που η μοίρα του επιφύλασσε διαφορετικά την αθλιότητα ή τον πρόωρο θάνατο, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα με όποια μορφή και εάν λειτουργούσαν, δημόσια και ιδιωτικά μετά τη δεκαετία του 1970 , αναπαρήγαγαν ένα σύστημα αναχρονιστικό, ακατάλληλο για παιδιά, καθώς πλέον δεν ήταν η ορφάνια και η φτώχια που τα οδηγούσε στα ιδρύματα αλλά οι κακές και ακατάλληλες συνθήκες ζωής μέσα στην οικογένεια. Για πρώτη φορά, το 1972, η κυβέρνηση της Επταετίας, έκανε παρέμβαση στην κατάσταση στα ιδρύματα με το Ν.Δ. 1111/1972 που μέχρι σήμερα ισχύει σε μεγάλο μέρος του.
΄Εκτοτε, μόλις το 1995 ψηφίστηκε νόμος για την έκδοση αδειών των ιδιωτικών ιδρυμάτων που παρέπεμπε σε έκδοση Υ.Α. εκτελεστικής του νόμου που θα εξειδίκευε τις προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας ΝΠΙΔ ως δομές φιλοξενίας ανηλίκων ενώ τα δημόσια ιδρύματα συνέχισαν να λειτουργούν ως συνέχεια των «Παιδοπόλεων της Φρειδερίκης» τα οποία μετονομάστηκαν σε Μονάδες Κοινωνικής Μέριμνας, στις οποίες ο πρώτος και μοναδικός κανονισμός συντάχθηκε το 1984, χωρίς ποτέ μέχρι σήμερα να εκσυγχρονιστεί. Για τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου που λειτουργούσαν ως ιδρύματα παδικής προστασίας, για πρώτη φορά η προβλεπόμενη από το νόμο του 1995 υπουργική απόφαση εκδόθηκε το 2014, επί υφυπουργίας Β. Κεγκέρολγου, ίσχυσε για 4 μήνες οπότε και ανακλήθηκε λόγω των αντιδράσεων που προκάλεσε από ιδρύματα και αντί να διορθωθεί, καταργήθηκε. ΄Εκτοτε το Μάιο του 2022 εκδόθηκε η νέα Υ.Α. για τις προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας των ιδιωτικών ιδρυμάτων, με προθεσμία συμμόρφωσης των ιδιωτικών φορέων το Μάιο του 2023 και ήδη, όπως έγκαιρα προβλέψαμε, με τροποποίηση της Υ.Α. η προθεσμία παρατάθηκε μέχρι το τέλος του 2023, καθώς κανένας φορέας δεν ήταν έτοιμος να λειτουργήσει σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Και όπως προβλέπουμε είναι πολύ πιθανό είτε να τροποποιηθεί από άλλη κυβέρνηση, ή να ανακληθεί προκειμένου να εκδοθεί νέα, είτε να παραπεμφθεί η ισχύ της «στις καλένδες».
Πενήντα χρόνια μετά και ενώ πλέον σε όλες τις εξελιγμένες πολιτισμικά και κοινωνικά χώρες η ιδρυματική φροντίδα των παιδιών είναι η εξαίρεση, στη χώρα μας εξακολουθεί να είναι ο κανόνας. Τη δεκαετία του 1990 και ενώ η Ελλάδα κυρώνει τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού το 1992, οι ιδιωτικές δομές κλειστής φροντίδας αντί να αρχίσουν να μειώνονται αντίθετα πολλαπλασιάστηκαν, τα δημόσια ιδρύματα κατάλοιπα των Παιδοπόλεων και των παλιών ορφανοτροφείων συνέχισαν κανονικά τη λειτουργία τους με καταστατικά και κανονισμούς των αρχών του 20ου αι. σε πολλά από αυτά, και παρά το γεγονός ότι το 1992 διαμορφώνεται για πρώτη φορά νομοθεσία αποϊδρυματοποίησης, φτάσαμε στο 2020 για να μιλάμε για εξωιδρυματική προνοιακή φροντίδα παιδιών και μάλιστα μόνο βρεφών. Γιατί ουδέποτε ούτε ως κράτος (κυβερνήσεις), ούτε ως τοπική αυτοδιοίκηση, ούτε ως ιδιωτικός τομέας σκεφτήκαμε ότι επιτέλους πρέπει να σεβαστούμε την προσωπικότητα και τις ανάγκες αυτών των παιδιών, και αν δεν μας ενδιέφερε αυτό, να σεβαστούμε επιτέλους τους νόμους που ψήφισε η ελληνική βουλή, οι ελληνικές κυβερνήσεις και να αντιμετωπίσουμε τα παιδιά ως υποκείμενο δικαιωμάτων που αξίζουν την ίση μεταχείριση και τις ίσες ευκαιρίες με τα υπόλοιπα παιδιά. Και πως θα μπορούσε αυτό να επιτευχθεί; Κυρίως με τη δυνατότητα των παιδιών αυτών να μεγαλώσουν σε ένα κατάλληλη οικογενειακό περιβάλλον που θα μπορούσε να καλύψει τις πρακτικές και συναισθηματικές ανάγκες ανατροφής τους. Είτε μέσω της πρόσκαιρης αναδοχής τους ή μέσω της υιοθεσίας τους.
Μια από τις σημαντικότερες διαφοροποιήσεις που οφείλαμε να ως ευρωπαϊκό κράτος να έχουμε κάνει ήδη από την δεκαετία του 1990 ήταν να απωλέσουμε την φιλανθρωπική προσέγγιση των ζητημάτων της κοινωνικής φροντίδας των ανηλίκων, να αντιληφθούμε την επιτακτικότητα της μεταρρύθμισης με την έναρξη της θεσμικά κατοχυρωμένης αποϊδρυματοποίησης, της νομοθετικής ρύθμισης για τη λειτουργία των φορέων παιδικής προστασίας δημοσίων και ιδιωτικών, με μια μακροπρόθεσμη στρατηγική και στόχευση που θα οδηγούσε σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, σε αυτό που σήμερα επικαλούμαστε ως σύγχρονο μοντέλο δομών κλειστής φροντίδας της τάξης των 4 ατόμων και στη διεύρυνση του θεσμού της αναδοχής ανηλίκων.
Ακόμη, με την συμπερίληψη των θεμάτων παιδικής προστασίας στο νόμο «Καλλικράτη» όχι ως «φτωχό συγγενή» όπως είναι σήμερα, όχι έναν κατακερματισμένο τομέα, χωρίς καμιά συγκεκριμένη λογική μεταξύ Δήμων και Περιφερειών, αλλά με την υποχρεωτική πρόβλεψη για τους Οργανισμούς των Ο.Τ.Α,. οργανωμένων και στελεχωμένων με επάρκεια, αριθμητική και ποιοτική, κοινωνικών υπηρεσιών που θα καλύπτουν τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού. Όμως, δεν κάναμε τίποτα, ανεχθήκαμε αν δεν καλοδεχθήκαμε, τον τριπλασιασμό των κλειστών δομών παιδικής φροντίδας, άναρχα και ασύδοτα, αδιαφορήσαμε παντελώς για την εποπτεία και την νομοθετική θέσπιση προϋποθέσεων λειτουργίας σε δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα και αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με το θέμα, όταν η Ε.Ε. μας πίεσε αφόρητα να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις. Πάλι όμως δεν το κάναμε ούτε επαρκώς, ούτε στη σωστή κατεύθυνση και δεν το κάνουμε μέχρι σήμερα.
΄Εχει η τακτική μας αυτή ως χώρα, απέναντι στα ευάλωτα παιδιά συνέπειες; Μετρήσιμες συνέπειες στην Υγεία, την Εκπαίδευση, την Οικονομία, το Δημογραφικό, το Ασφαλιστικό σύστημα; Φυσικά και έχει. Μόνο που επίσης, δεν θελήσαμε ποτέ να τις υπολογίσουμε και να τις δημοσιοποιήσουμε, γιατί στην πραγματικότητα θα αποκαλύπταμε ότι είμαστε μια «κολοβή» δημοκρατία. Μια δημοκρατία που δεν σέβεται τα παιδιά της, μια δημοκρατία που δεν φροντίζει να εξασφαλίσει την ευημερία των παιδιών και των νέων όχι από φιλανθρωπία αλλά από σεβασμό στις αρχές της δημοκρατίας δηλαδή της ισονομίας, ισοπολιτείας, ισότητας ή ακόμη αν όχι για όλους αυτούς τους προφανείς λόγους που οφείλαμε να λάβουμε υπόψη μας, από απλή «ιδιοτέλεια» ως Πολιτεία για να εξασφαλίσουμε τη συνέχειά της, τους ανθρώπινους πόρους της, από τους οποίους κανείς δεν περισσεύει, και να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις για την ευημερία των νέων ανθρώπων από όποια κοινωνική συνθήκη και εάν προέρχονται.
Χιλιάδες παιδιά περάσαν από τα ιδρύματα παιδικής προστασίας από τις αρχές του 20ου αιώνα και δεν έχουμε κανένα στατιστικό δεδομένο αριθμητικό και ποιοτικό για την πορεία ζωής αυτών των παιδιών που κάποτε ενηλικιώθηκαν, για την επίδραση που είχε η ιδρυματική φροντίδα των παιδιών αυτών στο σύστημα υγείας και πόσο επιβάρυνε ενδεχομένως το σύστημα ψυχικής υγείας ή αν αντίθετα, λειτούργησε κάποιες φορές και σε ποιες, προς όφελος των περιθαλπομένων.
Σήμερα ακόμη, την εποχή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, της ψηφιακής «επανάστασης» όπου μπορούν να τηρηθούν πάσης φύσεως δεδομένα και αφού αξιολογηθούν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη επωφελών δράσεων για τα παιδιά και τους νέους, για το μέλλον της χώρας μας, δεν γνωρίζουμε ακόμη – εννοώ δεν γνωρίζουμε ως κοινωνία- μπορεί οι κυβερνώντες να γνωρίζουν αλλά τα αποκρύπτουν ωστόσο αυτό δεν έχει σημασία γιατί δεν υπάρχει πρόθεση για αξιολόγηση και αξιοποίηση των στοιχείων αυτών, δεν γνωρίζουμε λοιπόν ακόμη τα παρακάτω στοιχειώδη για την οργάνωση και εξέλιξη του συστήματος κοινωνικής φροντίδας των παιδιών:
- Πόσα ιδρύματα (δομές) κλειστής φροντίδας υπάρχουν στη χώρα, πόσα παιδιά έχει η καθεμιά από αυτές, την ηλικιακή τους διαβάθμιση, τον χρόνο παραμονής τους σε ίδρυμα, την πολιτική αποϊδρυματοποίησης και τον αριθμό των παιδιών που μπόρεσαν να ενταχθούν σε οικογενειακό πλαίσιο φροντίδας.
- Πόσες αναφορές ή καταγγελίες γίνονται ετησίως στις Εισαγγελίες και πώς κατανέμονται αυτές ανά Διοικητική Περιφέρεια της χώρας για κακοποίηση ή παραμέληση παιδιών; Πόσα από αυτά τα παιδιά προστατεύονται εν τέλει και με ποιόν τρόπο;
- Πόσος είναι ο χρόνος που μεσολαβεί από τότε που γίνεται μια αναφορά για κακοποίηση παιδιού μέχρι την αποκατάστασή του;
- Πότε τελικά παρεμβαίνει το κοινωνικό κράτος από τη στιγμή που ένα παιδί βρίσκεται εν δυνάμει σε κίνδυνο παραμέλησης και κακοποίησης, αν καθυστερεί και ποιες εν τέλει είναι οι συνέπειες της καθυστέρησής του;
- Πόσες αναδοχές ανηλίκων γίνονται απευθείας και πόσες μετά από εισαγωγή σε ίδρυμα;
- Πόσες συνδέσεις αποτυγχάνουν και γιατί από την αρχική φάση της ηλεκτρονικής διασύνδεσης και πόσες μετά την τοποθέτηση του παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια;
Αυτά είναι μερικά από τα στοιχεία που θα έπρεπε να έχουμε ήδη στη διάθεσή μας για να σχεδιάσουμε την επόμενη περίοδο οργάνωσης και άσκησης πολιτικών φροντίδας των ανηλίκων και σε κανένα από αυτά δεν υπάρχουν ούτε αριθμητικά ούτε ποιοτικά δεδομένα.
Την ίδια στιγμή έχουμε επαναλαμβανόμενες Εκθέσεις της Ανεξάρτητης Αρχής «Συνήγορος του Πολίτη, Κύκλος Δικαιωμάτων του Παιδού» το 2004, το 2015 και το 2020 που μας επισημαίνουν τις ανισότητες και τις παραβιάσεις των πιο σημαντικών από τα δικαιώματα των παιδιών όπως είναι το δικαίωμά τους στη ατομική συναισθηματική πλαισίωση και φροντίδα από σταθερά στη ζωή του οικεία πρόσωπα, στην ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην Υγεία, στον Πολιτισμό, στο βασικό δημοκρατικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου να εκφράζει ελεύθερα και χωρίς φόβο τη γνώμη και την επιθυμία του για την ίδια τη ζωή του, στην προετοιμασία του να συμμετέχει σε μια αγορά εργασίας με όσο το δυνατόν πιο ίσους όρους, στην ευρύτερη εν τέλει κοινωνική ένταξη με την απόκτηση των κατάλληλων εφοδίων. Συγχρόνως ποτέ δεν ελέγχθηκαν οι αποφάσεις για τη ζωή παιδιών ιδρυμάτων από τις διοικήσεις τους αποφάσεις που μπορεί να οδήγησαν σε πολύ άσχημα αποτελέσματα για την πορεία ζωής των παιδιών και ουδέποτε λογοδότησαν για τις επιλογές τους και τα κριτήρια να βλάψουν αντί να ωφελήσουν τελικά το συμφέρον των παιδιών. Η στάση μας αυτή ως Πολιτεία και όχι μόνο ως κράτος ή κυβέρνηση, μας βάζει στο κάδρο μιας κοινωνίας που κάνει σοβαρές διακρίσεις και αδιαφορεί για την εξέλιξη της ζωής των μη προστατευόμενων ιδιωτικά μελών της. Αποτελούμε μια υποτιθέμενη «παιδοκεντρική κοινωνία» αλλά μόνο για τα «δικά μας παιδιά», όχι για τα παιδιά που έχουν την ατυχία να καταλήξουν θύματα μια κακής ή ανύπαρκτης γονικής φροντίδας.
Η παιδική ηλικία λέει το Σύνταγμα προστατεύεται από το Κράτος. Όμως δεν προστατεύεται. Μέχρι πολύ πρόσφατα, ακόμη και σήμερα, ένα παιδί αποσπάται για οποιοδήποτε λόγο από τη φυσική του οικογένεια για την προστασία και τη φροντίδα του και κανείς πραγματικά δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτή του προσφέρεται πραγματικά όπως αξίζει σε κάθε παιδί.
Όχι μόνο δεν το κάνει, αλλά επιδιώκει εδώ και πολλά – πολλά χρόνια να «ξεφορτώσει» το βάρος στους ιδιώτες, στους οποίους μάλιστα δεν έθεσε και κανένα όρο. Αλλά συγχρόνως, δεν θεώρησε και αναγκαίο να τους εξασφαλίσει πόρους από αυτούς που επωφελείται καθώς απαλλάσσεται από τη φροντίδα χιλιάδων παιδιών. Εκχώρησε έναν ολόκληρο τομέα οφειλόμενης κρατικής πολιτικής στον ιδιωτικό τομέα – όπως γίνεται άλλωστε στην Εκπαίδευση ή στην Υγεία – και πολύ καλά θα έκανε αν όμως αναλάμβανε την ευθύνη που όφειλε για την εξασφάλιση μιας ποιοτικής και ενιαίας παιδαγωγικά πολιτικής για όλα τα παιδιά και κυρίως διασφάλιζε την εφαρμογή της αποϊδρυματικής πολιτικής που το ίδιο θέσπισε και δεν τήρησε. Και όταν λέμε Κράτος, εννοούμε κυβερνήσεις που όλες ανεξαιρέτως μέχρι σήμερα υποβάθμισαν και χρησιμοποίησαν το σύστημα κοινωνικής φροντίδας με ευκολίες επιδοματικών πολιτικών και ωφελιμιστικών, ψηφοθηρικών τακτικών για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Όμως η αλήθεια δεν κρύβεται πια, όπως κρύβονται συστηματικά τα στατιστικά στοιχεία, όσα και εάν υπάρχουν. Η κατάσταση προστασίας των παιδιών ούτε καλή είναι, ούτε οργανωμένη είναι, ούτε αποτελεσματική είναι. Και όλα αυτά γιατί κάθε πολιτική κινείται σε καθεστώς μια άστοχης αποσπασματικότητας, μιας νομολαγνείας που παρουσιάζεται ως μεταρρύθμιση, μιας στοχοθεσίας δήθεν προστασίας του παιδιού στην πραγματικότητα όμως μιας πρόχειρης, πρόσκαιρης δήθεν εκσυγχρονιστικής οργάνωσης πολιτικών που αλλάζουν ή προσαρμόζονται αναλόγως του στόχου, σε κάθε κυβερνητική θητεία.
Υλοποιώντας το πρόγραμμα αυτό και με άξονα τις πιο πιεστικές ανάγκες ενός μη συστήματος παιδικής προστασίας διαπιστώσαμε ότι:
- Η χώρα μας έχει έναν κεντρικό σχεδιασμό όσο αφορά τη χάραξη πολιτικών για την παιδική προστασία αλλά δεν υπάρχει κανένας δομημένος χάρτης υπηρεσιών κάτω από την κεντρική διοίκηση που να μπορεί να εξυπηρετήσει αποτελεσματικό αυτό το σχεδιασμό. Οι Δήμοι, έχουν και αυτοί τη δυνατότητα να σχεδιάσουν πολιτικές, αλλά πολλοί δεν το κάνουν γιατί δεν το θεωρούν προφανώς προτεραιότητα, δεν διαθέτουν όλοι κοινωνικές υπηρεσίες για την οικογένεια και το Παιδί, η κοινωνική πολιτική επαφίεται στους πρόσκαιρους πόρους των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών μηχανισμών άρα έχουν περιορισμένο χρονική διάρκεια εφαρμογής και ενώ όλα τα ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητα του πολίτη άρα και παιδιού έπρεπε να αντιμετωπίζονται από την τοπική κοινωνική πολιτική, με την κοινωνική φροντίδα να αρχίζει από τη βρεφική ηλικία και φτάνει στην ενηλικίωση βλ. καλές πρακτικές στη μελέτη της ΕΕΤΑΑ που εκπόνησε η κα Μαρίνη, «Τυπικές πολιτικές κοινωνικής φροντίδας των Δήμων στην Περιφέρεια της Ε.Ε», αντιμετωπίζονται από ένα κεντρικό κράτος, χωρίς να διασπείρονται ουσιαστικές αρμοδιότητες έστω και σε επίπεδο Περιφερειών π.χ. η πρότασή μας για σύσταση Περιφερειακά Συμβουλίων Οικογένειας και Παιδιού». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας παράδοξα οργανωμένης κοινωνικής πολιτικής εξωιδρυματικής πολιτικής είναι το σύστημα «ηλεκτρονικών» αναδοχών και υιοθεσιών σε εθνικό επίπεδο. Αποτέλεσμα εκατοντάδες παιδιά να απομακρύνονται, «να ξεριζώνονται» από τους τόπους καταγωγής της, να διασπώνται όλοι οι κοινωνικοί ή συγγενικοί δεσμοί τους και να μεταφέρονται από το ένα άκρο της χώρας στο άλλο, γιατί σήμερα, πέντε χρόνια μετά την ψήφιση του Ν.4538/2018, ο «αλγόριθμος» του υπουργείου Κοινωνιών Υποθέσεων δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια στοιχειώδη ρύθμιση μετακίνησης παιδιών εντός των ορίων μιας Περιφέρειας.
- Σε αντίθεση με τα συστήματα κοινωνικής πολιτικής που επιβάλλουν το παιδί να μην αλλάζει διαρκώς πρόσωπα αναφοράς και κυρίως το βασικό πρόσωπο του επαγγελματία που πρέπει να παραμένει ο ίδιος σε όλη τη διάρκεια της προνοιακής πορείας ενός παιδιού, στη χώρα μας το υπάρχον σύστημα «ξηλώνει» κυριολεκτικά ένα παιδί από μια οικογένεια και το αναθέτει σε 4-5-10 διαφορετικά πρόσωπα να καθορίσουν το συμφέρον του και εν τέλει το μέλλον του. Κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι, δικαστές, εισαγγελείς, φροντιστές αλλάζουν οποιαδήποτε στιγμή και η ιστορία ενός παιδιού ξαναρχίζει κάθε φορά από το μηδέν. Εκτός από τα πρόσωπα που βρίσκονται σε διαρκή εναλλαγή με ένα παιδί που ποτέ δεν προλαβαίνει να αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης, δεν υπάρχει καν η επιβαλλόμενη δικτύωση και η συνέχεια των προνοιακών παροχών με ένα συγκεκριμένο σχεδιασμό που δεν αλλάζει κάθε φορά που το παιδί αλλάζει δομή, περιοχή ή επαγγελματία που χειρίζεται την υπόθεσή του.
- Το συμφέρον του παιδιού κρίνεται με διαφορετικά «μέτρα και σταθμά», ανάλογα με το φορέα προστασίας του, τον αναλαμβάνοντα της υπόθεση – μόνο συνήθως και όχι στα πλαίσια διεπιστημονικής ομάδας – επαγγελματία, την γραφειοκρατική εμπλοκή των θεμάτων, τη γνώση ή την άγνοια ενός Εισαγγελέα, ενός Δικαστή, ενός κοινωνικού λειτουργού. Κανένας από τους επαγγελματίες ή τους Λειτουργούς δεν έχει εκπαιδευτεί, δεν έχει επιμορφωθεί για το αντικείμενό του. Το παιδί δεν έχει νομικό συμπαραστάτη και δεν έχει νομική εκπροσώπηση για την προστασία των δικαιωμάτων του, θεωρώντας η Πολιτεία αυτοδικαίως ότι αυτός που είναι γονέας ή ασκεί κατ΄ανάθεση της γονική του μέριμνα, θα λειτουργεί πάντα προς όφελος του παιδιού, πράγμα που αποδείχθηκε πολλές φορές εσφαλμένο και κάποιες φορές καταστροφικό για το Παιδί.
- Κανείς δεν ασχολείται με την οικογένεια ενός παιδιού από τη στιγμή που απομακρυνθεί το παιδί από αυτήν για λόγους προστασίας του. Η οικογένεια, ανεξάρτητα με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, παραμένει μόνη και αβοήθητη, με αποτέλεσμα οι πιθανότητες επιστροφής του παιδιού στην οικογένειά του μετά την απομάκρυνσή του και τον εγκλεισμό τους σε ένα ίδρυμα, σχεδόν να μηδενίζονται, καθώς δεν γίνονται οι αναγκαίες κοινωνικές παρεμβάσεις ώστε η οικογένεια να ενδυναμωθεί και να ανακτήσει ή αποκτήσει τις δυνάμεις να αναλάβει εκ νέου την επιμέλεια του παιδιού της.
- Ο προνοιακός τομέας θεωρείται ότι έχει από τα χαμηλότερα ποιοτικά standards όσο αφορά την εκπαίδευση, τις δεξιότητες και την αξιολόγηση των στελεχών του, στοιχεία που αποβαίνουν συχνά πολύ επιβαρυντικά όταν αφορούν στην ανατροφή και την εξέλιξη ενός παιδιού.
- Οι επαγγελματίες έχουν παρακολουθήσει ένα ξεπερασμένο πρόγραμμα σπουδών και δεν έχουν καμιά υποστηρικτική διαδικασία επιμόρφωσης και αλληλεπίδρασης με άλλους επαγγελματίες και λειτουργούς του πεδίου.
- Οι επαγγελματίες της κοινωνικής εργασίας προσκρούουν πάνω σε γραφειοκρατικές και ευθυνοφοβικές αντιλήψεις.
- Οι χρηματοδότες και χορηγοί των δράσεων παιδικής προστασίας δεν θέτουν κανένα κριτήριο αξιολόγησης των φορέων παιδικής προστασίας και δεν ελέγχουν αν τηρούνται με οποιονδήποτε τρόπο οι διατάξεις που επιβάλλει η κοινή νομοθεσία και η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού πριν προχωρήσουν στις οικονομικές ενισχύσεις των δράσεών τους.
- Ο τομέας παιδικής προστασίας εν ολίγοις δεν είναι «τομέας». Δεν έχει ενιαίο και συνολικό σχεδιασμό, δεν παρεμβαίνει έγκαιρα σε όλο το ηλικιακό φάσμα της ζωής ενός παιδιού και στο σύστημα της οικογένειας, προκειμένου οι πολιτικές πρόληψης και αντιμετώπισης να έχουν τα περιθώρια να είναι αποτελεσματικές και θυματοποιεί συχνά αντί να διασώζει τα παιδιά.
- Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λύση στην παραβίαση των δικαιωμάτων των παιδιών είναι η έγκαιρη πρόληψη με τη δυναμική παρέμβαση στην οικογένεια. Ένα παιδί 3 χρονών έχει πολλές ελπίδες να διασωθεί πριν θυματοποιηθεί σε βαθμό που η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη. Ένα παιδί 10 ετών πολύ λιγότερες και ένα παιδί 14 και πάνω σχεδόν καμιά. Η δυναμική παρέμβαση απαιτεί δυναμικές υπηρεσίες, συνέργειες και αποδοχή ενός ενιαίου στάτους λειτουργίας από όλες τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες. Μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται καμιά προοπτική άμεσης μεταρρύθμισης του τέλματος στο οποίο βρισκόμαστε. Εκτός εάν μας επιβληθεί.
Εν κατακλείδι, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το μοντέλο των ιδρυμάτων όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα δεν μπορεί πλέον να μακροημερεύσει. Δεν μπορεί όμως να πάψει να υφίσταται χωρίς να έχει προετοιμαστεί κατάλληλα η διάδοχη κατάσταση. Και αυτή αποτελεί ένα συγκερασμό νομικού, υγειονομικού, κοινωνικού και οικονομικού έργου.
Κάθε μετάβαση σε ένα άλλο σύστημα παιδικής προστασίας απαιτεί τον συντονισμό, τη συνεργασία και την αποδοχή μέτρων προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση όλων των εμπλεκομένων μερών: της κεντρικής διοίκησης, της αυτοδιοίκησης, των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών προς ένα κοινά αποδεκτό στόχο.
Εντοπίζοντας όλες τις παραπάνω εγγενείς αδυναμίες του συστήματος, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στο ζήτημα προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών σε κίνδυνο και των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα, οι Εκθέσεις της Ανεξάρτητης Αρχής «Συνήγορος του Πολίτη» δεν ελήφθησαν υπόψη από τις κυβερνήσεις στο βαθμό που όφειλαν να το πράξουν.
Η αντιμετώπιση αυτή εκ μέρους των κυβερνήσεων καταδεικνύει και τα δημοκρατικά ανακλαστικά μας. Δεν είναι σε μεγάλη εγρήγορση.
Κλείνοντας θα ήθελα να αναφερθώ σε τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα «καλών πρακτικών» υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας για το Παιδί και την Οικογένεια, που προέρχονται από την άσκηση πολιτικής σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης α΄βαθμού (Δήμους), όπως αντλήθηκαν από τη εξαιρετική Μελέτη της της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίησης (ΕΕΤΑΑ) που εκπόνησε η κυρία Φωτεινή Μαρίνη* με τίτλο: «Τυπικές πολιτικές κοινωνικής φροντίδας από τους Δήμους στην Περιφέρεια της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης» και αφορά στον τρόπο οργάνωσης υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας στο Δήμο του Γκράτς της Αυστρίας και στο Δήμο της Γάνδης Βελγίου.
«1.Γραφείο Υποστήριξης του Παιδιού και της Οικογένειας του Δήμου του Γκράτς:
Α.To περιεχόμενο της πρακτικής
Ο Δήμος του Γκρατς (Αυστρία) έχει ιδρύσει στο πλαίσιο της στρατηγικής του για την ανάπτυξη φιλικών προς την οικογένεια πολιτικών μια ειδική υπηρεσία (Γραφείο Υποστήριξης του Παιδιού και της Οικογένειας) που διαρθρώνεται στα ακόλουθα τμήματα: Νομική Υπηρεσία, Οικονομική Υπηρεσία, Ιατρική Υπηρεσία, Τμήμα ΄Αμεσης Βοήθειας, Τμήμα Συμβουλευτικής για Παιδιά και Νέους, Τμήμα Ψυχολογικής Υποστήριξης, Τμήμα Οικογενειακής Συμβουλευτικής, Τμήμα Κοινωνικής Φροντίδας, Τμήμα Αναδοχής, Τμήμα Γυναικών και Ισότητας των Φύλων.
Οι δραστηριότητες του Γραφείου επικεντρώνονται στα ακόλουθα πεδία:
- Υπηρεσίες κοινωνικής εργασίας με παιδιά και οικογένειες.
- Υπηρεσίες οικογενειακής συμβουλευτικής και διαμεσολάβησης.
- Υπηρεσίες ανοιχτής φροντίδας και ψυχολογικής υποστήριξης για παιδιών και νέων.
- Υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
- Επιδοτήσεις κόστους στο πλαίσιο της προληπτικής βοήθειας.
- Επιδοτήσεις για ψυχαγωγικές δραστηριότητες παιδιών.
- Φιλοξενία παιδιών και νέων σε ανάδοχους ή θετούς γονείς.
- Πληροφορίες για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κηδεμόνων.
- Νομική προστασία ανηλίκων.
Κάθε δραστηριότητα ασκείται από διεπιστημονικές ομάδες με εμπειρία στο οικείο πεδίο που συντονίζονται από τους αντίστοιχους επόπτες. Οι επόπτες εκπονούν σε τακτικά διαστήματα αναφορές που παρουσιάζονται συνθετικά στην Ετήσια ΄Εκθεση του Γραφείου.
Β. Οι καινοτομικές διαστάσεις της πρακτικής
Η πλέον καινοτομική διάσταση του Γραφείου εντοπίζεται στην παροχή ενός πλέγματος υπηρεσιών που κατά κανόνα δεν καλύπτονται από τις δομές κοινωνικής φροντίδας των δήμων στην Ευρωπαϊκή Περιφέρεια. Πρόκειται για τηνδωρεάν νομική υποστήριξη των παιδιών και των οικογενειών στις ακόλουθες περιπτώσεις:
- Διαπραγματεύσεις και συμφωνίες επιμέλειας τέκνων σε υποθέσεις διαζυγίων
- Προσδιορισμός πατρότητας
- Εκπροσώπηση σε διαδικασίες προσδιορισμού διατροφής
- Προκαταβολές διατροφής
- Υιοθεσίες
- Εκπροσώπηση ασυνόδευτων ανηλίκων
- Εκπροσώπηση αλλοδαπών ή αιτούντων άσυλο
- προστασία ανηλίκων σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας ή παραμέλησης.
2. «Το Πρόγραμμα «Πρώτα τα Παιδιά» του Δήμου της Γάνδης.
Α. Το περιεχόμενο της πρακτικής
Το πρόγραμμα «Πρώτα τα Παιδιά» συνιστά μια πρωτοβουλία των κοινωνικών υπηρεσιών του Δήμου της Γάνδης (Βέλγιο) για οικογένειες με παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Φροντίδας (ΥΚΦ). Η υλοποίησή του ξεκίνησε σε πιλοτικό επίπεδο το 2015 και από το 2017 έχει ενταχθεί στις τακτικές αρμοδιότητες της δημοτικής αρχής με χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό του Δήμου. Κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2019-2020, το πρόγραμμα υποστήριξε 362 οικογένειες σχετικά με θέματα που αφορούσαν την εισοδηματική ενίσχυση (εισόδημα διαβίωσης, επίδομα τέκνου, επίδομα ανεργίας), την επείγουσα κοινωνική βοήθεια (πακέτα διατροφής, επείγουσα ιατρική βοήθεια), τη χρήση ΥΚΦ για παιδιά, τη διαμεσολάβηση χρέους και την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγειονομικής και ψυχικής φροντίδας. Στο πλαίσιο υλοποίησης του προγράμματος, κοινωνικοί λειτουργοί της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πολιτικής προγραμματίζουν και οργανώνουν τακτικές επισκέψεις σε σχολικές μονάδες της πόλης (δημοτικά και γυμνάσια), προκειμένου να συμμετάσχουν σε συνεδρίες συζήτησης με τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς για τις συνθήκες διαβίωσης και τις ανάγκες οικογενειών με υψηλό κίνδυνο αποκλεισμού. Μετά τη διεξαγωγή των συνεδριών οι κοινωνικοί λειτουργοί επεξεργάζονται και διαμορφώνουν προτάσεις για την άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων, ανιχνεύουν βιώσιμες επιλογές υποστήριξης (οικονομικές παροχές, παροχές σε είδος και υπηρεσίες φροντίδας) και παραπέμπουν τους ενδιαφερόμενους γονείς στις κατάλληλες υπηρεσίες ανάλογα με τις ανάγκες τους.
Β. Οι καινοτόμες διαστάσεις της πρακτικής.
Η πλέον καινοτομική διάσταση του προγράμματος εντοπίζεται στην ενεργοποίηση και αλληλεπίδραση του τομέα των ΥΦΚ με τον τομέα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, εξασφαλίζοντας την άμεση επαφή των δημοτικών κοινωνικών υπηρεσιών με ομάδες που αντιμετωπίζουν αυξημένες δυσχέρειες επικοινωνίας και πρόσβασης (λόγω γλωσσικών εμποδίων, έλλειψης γνώσεων, στερεοτύπων και αρνητικών εμπειριών) στις αρμόδιες δομές του Δήμου)».
Οι παραπάνω «καλές πρακτικές» που είναι δύο από τις δεκάδες που αναφέρονται αναλυτικά στο εξαιρετικό πόνημα της κυρίας Μαρίνη και την αντίστοιχα πολύ σημαντική πρωτοβουλία της ΕΕΤΑΑ, μας διδάσκουν δύο πράγματα:
- Ότι το σημαντικό κοινωνικό έργο για παιδί γίνεται από Υπηρεσίες της Κοινότητας (Δήμους και σε κάποιες περιπτώσεις από τις Περιφέρειες) οι οποίες αντιμετωπίζουν το πρόβλημα με σφαιρικότητα εντάσσοντας στην κοινωνική εργασία όλα τα ζητήματα που μπορεί να αφορούν τις οικογένειες με δυσλειτουργικότητα και όχι το αντίθετο. Στη χώρα μας η κεντρική διοίκηση, αντί να εξετάζει το σύνολο των αναγκών του ωφελούμενου ή του συστήματος στο οποίο ανήκει (οικογένεια), ώστε να είναι αποτελεσματική η κοινωνική παρέμβαση (νομικό, οικονομικό, ιατρικό, κοινωνικό) κατακερματίζει τους τομείς ώστε ο καθένας από αυτοούς να παρέχεται από διαφορετικές υπηρεσίες (κεντρικές ή αυτοδιοικητικές) και που δεν έχουν καμιά σύνδεση μεταξύ τους και που συχνά ακυρώνει η μία την άλλη (π.χ. ο ΟΠΕΚΑ δίνει επιδόματα κοινωνικά (κεντρικά), η ΔΥΠΑ (κεντρικά) φροντίζει για την εύρεση απασχόλησης, τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας ή τα Νοσοκομεία (κεντρικά) είναι αρμόδια για την σωματική και ψυχική υγεία, οι ιδιωτικές ή δημόσιες δομές απεξάρτησης (κεντρικές) για θέματα απεξάρτησης και ΚΑΝΕΙΣ δεν έχει μια συνολική εικόνα των αναγκών του ωφελούμενου προσώπου αλλά και κανείς δεν παρακολουθεί την εξέλιξή του ίδιου αλλά και των ανηλίκων μελών της οικογένειας.
- Ότι η χώρα μας ψηφίζει νόμους, με υποκρισία και μόνο προς το «θεαθήναι» χωρίς να διασφαλίζει την εφαρμογή τους με την πρόσληψη και την επιμόρφωση του αναγκαίου προσωπικού αφήνοντας την πορεία ζωής των πολιτών στην τυχαία ύπαρξη και επαγγελματική ευσυνειδησία του εκάστοτε κοινωνικού λειτουργού που επιβαρυνόμενος με αρμοδιότητες που δεν του ανήκουν, είναι επόμενο ότι έχει και περιορισμένη αποτελεσματικότητα πρόσβασης. ΄Ετσι το μεγαλύτερο «ψέμα» στην παιδική προστασία σήμερα, είναι ότι μετά την απομάκρυνση ενός παιδιού από την παραμελητική ή κακοποιητική φυσική του οικογένεια, θα υπάρχει «υποστήριξη» στη δυσλειτουργική οικογένεια με σκοπό το παιδί να επιστρέψει σε αυτήν. Σαν αποτέλεσμα έχουμε, η συντριπτική πλειονότητα των παιδιών που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους να έχει ελάχιστες ή μηδενικές πιθανότητες να γυρίσει στο οικογενειακό πλαίσιο το οποίο παραμένει εσαεί όπως όταν απομακρύνθηκε. Και εδώ έρχεται το δεύτερο «ψέμα» της κοινωνικής προστασίας του παιδιού ότι δήθεν η αναδοχή απευθύνεται σε υποψηφίους αναδόχους που απλώς θέλουν να στηρίξουν το παιδί μέχρι την επιστροφή στη φυσική του οικογένεια. Η αλήθεια είναι ότι τέτοια ανάγκη είναι πολύ μικρή στη χώρα μας και θα μπορούσε ευχερέστατα να καλυφθεί με ένα «σώμα» αναδόχων γονέων που έχουν ήδη δικά τους παιδιά, που θα αναλάμβαναν τη φροντίδα παιδιών για σύντομα χρονικά διαστήματα, όχι πέραν του εξαμήνου ή έτους, με τη συστηματική φροντίδα της φυσικής οικογένειας από τις κοινωνικές υπηρεσίες της Κοινότητας και τη διατήρηση υγιών δεσμών του παιδιού μαζί τους. ΄Όμως ούτε σχετική πρόβλεψη υπάρχει, ούτε υπηρεσίας, ούτε φυσικά έχει γίνει κάποια ενέργεια που να κατευθύνεται στο σκοπό αυτό. Στην χώρα μας Κράτος και υποψήφιοι ανάδοχοι γνωρίζουν και αποδέχονται ότι η αναδοχή εκτός σπανίων εξαιρέσεων θα οδηγήσει στην υιοθεσία του παιδιού και έτσι πρέπει, προς άρσιν κάθε αβεβαιότητας και ανασφάλειας στη ζωή του παιδιού.
Κλείνοντας, θέλω να αναφέρω το παράδειγμα της τ. πρωθυπουργού της Φινλανδίας Σάνα Μάριν, η οποία προερχόμενη από ένα δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον, με φτώχια και αλκοολισμό, απέδωσε την σπουδαία εξέλιξή της ως επιστήμονας και ως πολιτικός, στο εξαιρετικό προνοιακό σύστημα της χώρας της Φινλανδίας και τις ευκαιρίες που προσφέρει σε κάθε παιδί. Εδώ ακόμη δεν ξέρουμε, τί απογίνονται τα παιδιά του προνοιακού συστήματος.
Σας ευχαριστώ”.
“Μια από τις σημαντικότερες διαφοροποιήσεις που οφείλαμε ως ευρωπαϊκό κράτος να έχουμε κάνει ήδη από την δεκαετία του 1990 ήταν να απωλέσουμε την φιλανθρωπική προσέγγιση των ζητημάτων της κοινωνικής φροντίδας των ανηλίκων”. Η συγκεκριμένη φράση αποτυπώνει με εξαιρετική ευστοχία τον πυρήνα του προβλήματος που δεν είναι άλλος από την κυρίαρχη ιδεολογία σχετικά με τις υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας για τα παιδιά (αλλά και για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού γενικότερα). Η Ελληνική κοινωνία (και κατ’ επέκταση το Ελληνικό κράτος ως η οργανωμένη μορφή της) εξακολουθεί τον 21ο αιώνα να αντιλαμβάνεται τις υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας ως μέσο έκφρασης (και ενίοτε επίδειξης) του οίκτου, της καλοσύνης, της συμπόνοιας και της γενναιοδωρίας της. Το αποτέλεσμα είναι ότι αντί να απαιτούμε ως πολίτες την ύπαρξη ενός σύγχρονου εθνικού συστήματος κοινωνικής φροντίδας με ολοκληρωμένη θεσμική κατοχύρωση και επιχειρησιακή οργάνωση, αρκούμαστε σε ένα κατακερματισμένο συνονθύλευμα “υπηρεσιών για τους φτωχούς” (που καταλήγουν αναπόφευκτα σε “φτωχές υπηρεσίες”). Εξαιρετικό άρθρο! Θερμά συγχαρητήρια τόσο για το συγκεκριμένο έργο όσο και για τη συνολικότερη προσπάθεια!
Αγαπητή κυρία Μαρίνη
Ευχαριστούμε θερμά για τα σχόλιά σας όσο και την εξαιρετικά σημαντική συνεργασία σας στην προσπάθειά μας.
Pingback: «Η επιλογή της θεματολογίας του ΄Εργου: “Τα αόρατα παιδιά” και οι διαπιστώσεις από την υλοποίησή του: Δικαιωματική πολιτική για τα ευάλωτ