Από την αναδοχή ανηλίκου στην υιοθεσία: Η μετάβαση από τη φροντίδα του παιδιού στη γονεϊκότητα

Της Ελένης Γεώργαρου, νομικού – εμπειρογνώμονα παιδικής προστασίας

Βρισκόμαστε στον δεύτερο χρόνο πραγματικής υλοποίησης του θεσμού της αναδοχής και παρά τις αδυναμίες του συστήματος που εισήγαγε ο Ν. 4538/2018 με όλες τις εκτελεστικές υπουργικές αποφάσεις που τον συνοδεύουν, παρά τις τεχνικές και ουσιαστικές αδυναμίες του νομοθετικού πλαισίου αλλά κυρίως του τρόπου εφαρμογής του, υπάρχουν πλέον εκατοντάδες παιδιά (κάποια από αυτά είχαν τοποθετηθεί σε ανάδοχες οικογένειες και πριν τις διαδικασίες του τελευταίου νόμου ) που ζουν και ανατρέφονται σε ανάδοχες οικογένειες. Είναι καιρός λοιπόν να ενημερώσουμε και να εξηγήσουμε σε αναδόχους φροντιστές-γονείς, με ποιόν τρόπο είναι συνετό για το παιδί, αλλά και για τους ίδιους, να συνεχιστεί αυτή η σχέση. Επαναλαμβάνουμε το τετριμμένο πια – θεωρητικά και όχι πρακτικά – ότι η αναδοχή ανηλίκου αποτελεί έναν θεσμό μετάβασης του παιδιού από ένα ακατάλληλο οικογενειακό ή ιδρυματικό περιβάλλον σε ένα κατάλληλο περιβάλλον κατοικίας και οικογένειας. Το μέτρο της αναδοχής έχει χαρακτήρα προσωρινό, μέχρι το παιδί να επιστρέψει στο φυσικό οικογενειακό περιβάλλον του δηλαδή στους γονείς ή σε συγγενείς του ή να υιοθετηθεί ή να παραμείνει σε καθεστώς μακροχρόνιας ή μακροπρόθεσμης αναδοχής ή στη χειρότερη των περιπτώσεων – και απευκταία- να επιστρέψει σε ένα ίδρυμα. Εδώ θα καλύψουμε το ζήτημα της εξέλιξης μιας σχέσης αναδοχής ανηλίκου, σε σχέση με το γενικά επιδιωκόμενο αληθινό συμφέρον του παιδιού που σχετίζεται με τη μονιμότητα, την ασφάλεια, το αίσθημα του “ανήκειν” και την προοπτική μιας μελλοντικής ζωής μετά την ενηλικίωση, πλαισιωμένη από οικείους και υποστηρικτικούς ανθρώπους. Σε κάθε περίπτωση, η παραμονή του παιδιού σε μια απροσδιόριστη χρονικά κατάσταση “φιλοξενίας” από μια ανάδοχη οικογένεια, δεν μπορεί να έχει μακρά – και όταν λέμε “μακρά” εννοούμε σχηματικά άνω του έτους – διάρκεια, κάτι που σχεδόν μηχανιστικά δημιουργεί αντιδράσεις κυρίως από την πλευρά του ίδιου του παιδιού, αλλά προκαλεί κόπωση και στους αναδόχους γονείς. Μετά από το χρονικό διάστημα που αναφέρουμε, το ίδιο το παιδί σε αναδοχή διεκδικεί τη μονιμότερη και στενότερη ένταξή του στην ανάδοχη οικογένεια, ιδιαίτερα όταν δεν έχει καθόλου ή δεν έχει τις επιθυμητές σχέσεις με τη φυσική του οικογένεια. Παρά το γεγονός ότι η αναδοχή προβάλλεται ατυχώς από το αρμόδιο Υπουργείο στο σχετικό διαφημιστικό μήνυμα ως θεσμός προστασίας του παιδιού όσο, προσωρινά, η οικογένειά του δεν μπορεί να το φροντίσει, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η συντριπτική πλειονότητα των παιδιών σε αναδοχή δεν επιστρέφει στις φυσικές τους οικογένειες, γιατί όπως δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε, το ελληνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας και φροντίδας του Παιδιού όπως είναι δομημένο, θα προχωρήσει σε απομάκρυνση του κακοποιημένου και παραμελημένου παιδιού (συχνά συνώνυμοι όροι) όταν η κατάσταση στην οικογένεια είναι ακραία επικίνδυνη για το παιδί, είτε γιατί δεν υπάρχουν γρήγορα ανακλαστικά από το κοινωνικό περιβάλλον ώστε γρήγορα να εντοπιστεί το οικογενειακό πρόβλημα, είτε από αδιαφορία, είτε γιατί δεν υπάρχουν κοινωνικές υπηρεσίες σε όλους τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, είτε γιατί οι κοινωνικοί λειτουργοί δεν έχουν την εκπαίδευση και ετοιμότητα να αντιληφθούν σοβαρά ζητήματα κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, είτε γιατί απλούστερα, τόσο οι κοινωνικοί λειτουργοί όσο και οι εισαγγελείς δεν αισθάνονται ευτυχείς να προωθούν τα παιδιά σε ιδρύματα, καθώς δεν υπάρχει ακόμη και σήμερα, εναλλακτική φροντίδα για τα παιδιά που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους. Το γεγονός αυτό επιφέρει δύο κακές συνέπειες: Η πρώτη είναι ότι το παιδί μεγαλώνει σε κακοποιητικές συνθήκες και υφίσταται ανεπίστρεπτες βλάβες από τη συνεχή κακοποίηση την οποία εκλαμβάνει ως κανονικότητα και η δεύτερη, ότι επειδή ακριβώς μεγαλώνει δεν έχει παρά ελάχιστες πιθανότητες να “θεραπευτεί”, συνεχίζοντας τη ζωή του σε ανάδοχο, κατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον. Σήμερα είναι ακόμη πιο τραυματικό το γεγονός ότι τα παιδιά στα ιδρύματα, γνωρίζουν για το πρόγραμμα της αναδοχής και γνωρίζουν επίσης ότι είναι ανεπιθύμητα γιατί είναι μεγάλα ή ανάπηρα ή με άλλες δυσκολίες και διαφοροποιήσεις από τα “θελκτικά” παιδιά. Επιπλέον, γνωρίζουμε σχετικά με τις ίδιες τις δυσλειτουργικές οικογένειες, ότι όσο νωρίτερα γίνει παρέμβαση και ενώ το παιδί είναι σε μικρή ηλικία τόσο πιο γρήγορα ξεκαθαρίζει το τοπίο σε σχέση με την γονεϊκή ικανότητα αλλά και την αληθινή βούληση των γονέων να μεγαλώσουν οι ίδιοι το παιδί τους. Συνεπώς, από τα 10 παιδιά σε αναδοχή τα 9,9 (υποθετικά μιλώντας καθώς δεν έχουμε καθόλου στατιστικά στοιχεία για την εξέλιξη των αναδοχών, μεταξύ των άλλων) δεν θα επιστρέψουν στο φυσικό οικογενειακό περιβάλλον και προορίζονται να παραμείνουν μακροπρόθεσμα στην ανάδοχη οικογένεια.Επειδή όμως η μακροπρόθεσμη αναδοχή δεν ενδείκνυται για τους λόγους που αναφέραμε, ας δούμε τα βήματα εξέλιξης της σχέσης αναδοχής (πραγματικής φροντίδας) του παιδιού , στην ανάληψη ευθύνης – δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (επιμέλεια ή σύνολο γονικής μέριμνας) από τους αναδόχους γονείς και στην αποδέσμευση του παιδιού από το ίδρυμα αλλά και την προοπτική υιοθεσίας του.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΣΕ ΑΝΑΔΟΧΗ

Η νομοθεσία ( άρθρο 1660 του Αστικού Κώδικα) δίνει το” όχημα” στους αναδόχους γονείς ή γονέα, για τη μετάβαση από την απλή φροντίδα ενός αναδεχόμενου παιδιού του οποίου την επιμέλεια διατηρεί ένας φορέας παιδικής προστασίας (ίδρυμα), και συχνότατα την υπόλοιπη γονική μέριμνα οι φυσικοί γονείς του παιδιού (εδώ επισημαίνουμε το παράδοξο ή οξύμωρο του πράγματος να αφαιρεί το δικαστήριο με πρόταση της κοινωνικής υπηρεσίας την επιμέλεια ενός παιδιού, που είναι το έλασσον δικαίωμα, από ακατάλληλους γονείς και να αφήνει τα δικαιώματα της εκπροσώπησης του παιδιού και της διαχείρισης της περιουσίας του στους ίδιους ακατάλληλους γονείς, με σοβαρές συνέπειες κάποιες φορές που κυρίως σχετίζονται με την εκπροσώπηση του ανηλίκου) στην ανάληψη της επιμέλειας του ανηλίκου σε αναδοχή ή του συνόλου της γονικής μέριμνας δηλαδή της επιτροπείας του ανηλίκου από τους αναδόχους γονείς. Αναφέρεται λοιπόν με σαφήνεια στο νόμο ότι “όταν η ένταξη του ανηλίκου στην ανάδοχη οικογένεια γίνεται διαρκέστερη, ενώ παράλληλα εξασθενούν οι δεσμοί του με τους φυσικούς γονείς του, οι ανάδοχοι γονείς έχουν το δικαίωμα να ζητούν από το δικαστήριο να αφαιρεί από τους φυσικούς γονείς εν μέρει ή εν όλω την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου ή και τη διοίκηση της περιουσίας. Στην τελευταία περίπτωση οι ανάδοχοι γονείς καθίστανται επίτροποι”. Η νομοθετική αυτή ρύθμιση που είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και ουσιαστική για την πορεία ζωής ενός παιδιού, γιατί παρέχει στους ανθρώπους που πραγματικά ανατρέφουν ένα παιδί με τους καλύτερους όρους, τη δικαιοδοσία να διεκδικούν για λογαριασμό τους αλλά και για λογαριασμό του παιδιού μια στενότερη νομική και ουσιαστική σχέση μαζί του, χωρίς να χρειάζονται την έγκριση και την άδεια για μια σειρά πράξεων εκπροσώπησης του ανηλίκου.Εφόσον οι φυσικοί γονείς έχουν απομακρυνθεί (ακόμη και εάν διατηρούν επικοινωνία με τον ανήλικο) και αποξενωθεί από το γονεϊκό τους ρόλο ενώ συγχρόνως αναπτύσσεται οικογενειακός δεσμός με τους αναδόχους γονείς είναι εύλογο την επιμέλεια να πρέπει να ασκούν οι ανάδοχοι γονείς. Η ρύθμιση αυτή είναι ακόμη πιο σημαντική για τα παιδιά των οποίων την επιμέλεια έχει ένα ίδρυμα, με το οποίο εύλογα το παιδί δεν έχει αναπτύξει, ούτε νοείται να αναπτύξει “οικογενειακές σχέσεις” ώστε να είναι τυχόν προτιμότερη για το σκοπό αυτό η διατήρηση της επιμέλειας από το ίδρυμα. Συνεπώς, μετά από χρονικό διάστημα ενός χρόνου (διάστημα που πλέον και οι επόπτες της αναδοχής έχουν βέβαιη άποψη για το συμφέρον του παιδιού να μεγαλώνει σε ανάδοχη οικογένεια) αλλά και νωρίτερα εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, το ίδρυμα πρέπει να απομακρύνεται οριστικά από τη ζωή του ανηλίκου, να αφαιρείται η επιμέλεια από αυτό και να ανατίθεται στους αναδόχους γονείς. Εφόσον η επιμέλεια ανήκει από κοινού σε ίδρυμα και φυσικό γονέα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1660 ΑΚ πρέπει να ζητείται η αφαίρεση της επιμέλειας και από τους δύο (ίδρυμα και γονέα) και να ανατίθεται στους αναδόχους γονείς. Η διαδικασία αυτή γίνεται πάντα μέσω δικαστηρίου, μετά από αίτηση που καταθέτουν οι ανάδοχοι ή ανάδοχος γονέας κατά του ιδρύματος ή/και του/των φυσικού/-ών γονέων του ανηλίκου. Εκτός από την επιμέλεια, μπορούν βεβαίως οι ανάδοχοι γονείς να ζητήσουν το σύνολο της γονικής μέριμνας του ανηλίκου. Στην περίπτωση που αφαιρεθεί μόνο η επιμέλεια από το ίδρυμα ή τους φυσικούς γονείς και ανατεθεί στους αναδόχους, ο χαρακτήρας της αναδοχής δεν αλλάζει τόσο οι ανάδοχοι γονείς όσο και το παιδί δικαιούνται όλα τα ευεργετήματα που είχαν και πριν την ανάθεση της επιμέλειάς του παιδιού σε αυτούς ενώ συνεχίζεται κανονικά η εποπτεία. Σε περίπτωση που οι ανάδοχοι γονείς γίνονται επίτροποι, κατά ορθότερη γνώμη, λύεται η σχέση της αναδοχής και δημιουργείται η σχέση της επιτροπείας που ρυθμίζεται από τις ειδικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Εύλογα γεννιέται το ερώτημα, γιατί οι ανάδοχοι γονείς που επιθυμούν να αναλάβουν το σύνολο της γονικής μέριμνας ενός παιδιού, δεν θα προτιμήσουν την υιοθεσία του παιδιού με την οποία καθιερώνονται πλέον δεσμοί φυσικού τέκνου με το παιδί και σχέσεις συγγένειας με αυτό. Οι πιθανές περιπτώσεις είναι να πρόκειται για παιδί που διατηρεί σχέσεις με τους φυσικούς γονείς του οι οποίοι από ανυπαίτια αδυναμία, δεν είναι σε θέση να διατηρήσουν τη γονική του μέριμνα (νοητικές αναπηρίες, ψυχικές ασθένειες) και δεν επιθυμούν την υιοθεσία του οι ίδιοι ή το παιδί, είτε οι ανάδοχοι γονείς για δικούς τους λόγους δεν θέλουν να προχωρήσουν σε υιοθεσία. Σε κάθε άλλη περίπτωση αποτελεί σωστότερη επιλογή η υιοθεσία του παιδιού καθώς τόσο το ίδιο όσο και οι ανάδοχοι, εξομοιώνονται πλέον καθ΄όλα με τους φυσικούς γονείς και το παιδί με φυσικό τέκνο της οικογένειας. Το εάν το παιδί που θα υιοθετηθεί θα διατηρήσει σχέσεις με τους φυσικούς γονείς ή γονέα, είναι κάτι που βρίσκεται πλέον στη διακριτική ευχέρεια των θετών γονέων και του ίδιου του παιδιού. Μερικές φορές μπορεί το συμφέρον του παιδιού να επιβάλλει τη διατήρηση μιας επικοινωνίας. Ωστόσο αυτό δεν επιβάλλεται δικαστικά, καθώς στο δικό μας δίκαιο, η υιοθεσία επιφέρει πλήρη αποξένωση του παιδιού με τη φυσική του οικογένεια. Η διαδικασία της μετάβασης από την πραγματική φροντίδα στην ανάληψη της επιμέλειας ή της επιτροπείας του ανηλίκου γίνεται πάντα με απόφαση δικαστηρίου και με τρεις τρόπους: 1) Με αίτηση των αναδόχων γονέων στο Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας κατοικίας τους για αφαίρεση της επιμέλειας από το ίδρυμα και ανάθεση στους ίδιους 2) Με αίτηση του ιδρύματος που έχει την επιμέλεια και ήταν διάδικος στην αρχική δίκη, ώστε να μεταρρυθμιστεί η αρχική απόφαση επιμέλειας και αυτή να ανατεθεί στους αναδόχους γονείς αφαιρούμενη από το ίδρυμα και 3) Με αίτημα του Εισαγγελέα για μεταρρύθμιση της αρχικής απόφασης. Ο δεύτερος και τρίτος τρόπος δεν ακολουθείται σχεδόν ποτέ. Το ίδρυμα δεν ενδιαφέρεται να το προχωρήσει και ο Εισαγγελέας δεν ασχολείται με παιδιά που τα θεωρεί “τακτοποιημένα”. Έτσι είναι στη διακριτική ευχέρεια των αναδόχων να προχωρήσουν τη διαδικασία αυτή. Πρέπει όμως να είναι σε γνώση τους ότι στη δίκη αυτή δεν υπάρχει “μυστικότητα”, συνεπώς αν ζητούν αφαίρεση επιμέλειας από φυσικούς γονείς θα είναι γνωστά τα πραγματικά τους στοιχεία.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΉ ΦΡΟΝΤΙΔΑ (Ή ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ) ΣΤΗΝ ΥΙΟΘΕΣΙΑ

Εχει τεκμηριωθεί επισταμένως από ειδικούς της ψυχικής υγείας, ότι για ένα παιδί, ειδικότερα μικρότερο σε ηλικία, η παραμονή σε καθεστώς μακροχρόνιας αβεβαιότητας, ανασφάλειας και αισθήματος “διαφορετικότητας” από την οικογένεια όπου διαβιώνει (π.χ. διαφορετικό επώνυμο από τους ανάδοχους φροντιστές – γονείς του) βλάπτει σοβαρά την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη και το καθιστά κοινωνικά και προσωπικά έωλο. Είναι λοιπόν αναγκαίο, εφόσον υφίστανται οι συνθήκες εξυπηρέτησης του συμφέροντος του παιδιού με θετική κρίση των κοινωνικών υπηρεσιών ή και χωρίς αυτήν όταν κρίνεται λανθασμένη η προσέγγισή της, και νομικής επίτευξης της κήρυξης της υιοθεσίας από το αρμόδιο δικαστήριο, το παιδί έγκαιρα να κατευθύνεται σε μόνιμη ένταξη σε θετή οικογένεια είτε των αναδόχων γονέων ή άλλων προσώπων που ενδιαφέρονται για την υιοθεσία του. Τη δεύτερη περίπτωση (διαφορετικοί θετοί από τους αναδόχους) αναφέρουμε μόνο θεωρητικά και επισημαίνουμε ότι δεν έχει αντίκρυσμα στην ελληνική κοινωνική πραγματικότητα. Τα παιδιά μπορεί να υιοθετηθούν από άλλα πρόσωπα και όχι από τους αναδόχους γονείς μόνο σε ένα διαφορετικό καθεστώς λειτουργίας του προνοιακού συστήματος. ΄Ενα καθεστώς που συναντάται σε χώρες όπου το σύστημα αναδοχής και υιοθεσίας συνιστά ένα εντελώς χωριστό κοινωνικό μέτρο και υλοποιείται με όλως διαφορετικές προϋποθέσεις. Και ποιές μπορεί να είναι αυτές; α) Η αναδοχή ενός παιδιού να γίνεται άμεσα, χωρίς καθυστερήσεις, ακόμη και με την υπόνοια μιας κακοποιητικής (σωματικής ή ψυχολογικής) συμπεριφοράς του γονέα προς το παιδί ή ενός ακατάλληλου γονέα για πράξεις ανεξάρτητες με τη φροντίδα του παιδιού (π.χ. σοβαρά ποινικά αδικήματα) β) Οι ανάδοχοι γονείς να εκπληρώνουν μόνο αυτόν το ρόλο χωρίς να επιθυμούν υιοθεσία παιδιών και γ) Η αναδοχή να έχει μικρή χρονική διάρκεια. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όπως είναι το ελληνικό σύστημα όπου ούτε οι ανάδοχοι γονείς θέλουν να είναι πραγματικά ανάδοχοι αλλά θετοί, όπου το παιδί μεταφέρεται προς αναδοχή αφού έχει “καταστραφεί” εντελώς το οικογενειακό του περιβάλλον και το ίδιο έχει τραυματιστεί σχεδόν ανεπανόρθωτα, έχει επίσης διαμείνει σε ίδρυμα από 2 – 7 χρόνια με όλες τις συνέπειες του ιδρυματισμού όπου κάθε επιπλέον αλλαγή θα επιφέρει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα, η υιοθεσία προφανώς πρέπει να γίνεται από την ανάδοχη οικογένεια εφόσον το επιθυμεί, αλλιώς το παιδί θα πρέπει να παραμείνει σε μακροπρόθεσμη αναδοχή στο ίδιο περιβάλλον με την προϋπόθεση της καταλλότητάς του. Η μόνη περίπτωση εξαίρεσης είναι στα βρέφη, όπου κατά τα πρότυπα του προγράμματος “Ανοιχτή Αγκαλιά” το παιδί μπορεί να παραμείνει για σύντομο χρονικό διάστημα σε ανάδοχη οικογένεια – κατά κανόνα σχεδόν άτυπα “επαγγελματική” – και στη συνέχεια να υιοθετηθεί από άλλη οικογένεια. Η διαδικασία για να υιοθετηθεί ένα παιδί σε αναδοχή από την ανάδοχη οικογένειά του ξεκινά με πρωτοβουλία της ανάδοχης οικογένειας είτε έχει την επιμέλεια του παιδιού είτε μόνο την πραγματική του φροντίδα. Δεν έχει σημασία η νομική σχέση που συνδέει αναδόχους γονείς και ανήλικο, αλλά η ουσιαστική σχέση μεταξύ τους που θα πείσει το αρμόδιο δικαστήριο ότι το συμφέρον του παιδιού επιβάλλει την υιοθεσία του. Η υιοθεσία του παιδιού κηρύσσεται όταν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι όροι του νόμου και αφού διαπιστώσει, συνεκτιμώντας και την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, ότι ενόψει της προσωπικότητας, της υγείας, της οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης εκείνου που υιοθετεί και του υιοθετούμενου καθώς και της αμοιβαίας ικανότητας προσαρμογής, η υιοθεσία συμφέρει τον υιοθετούμενο. Πρέπει να επισημάνουμε ότι η έκφραση “συνεκτιμώντας την έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας” σημαίνει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί να συμφωνεί με την κοινωνική έκθεση μπορεί όμως και όχι. Υπάρχουν πολλές δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν αντίθετα με την πρόταση των κοινωνικών υπηρεσιών με χαρακτηριστική αυτή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου ( 49/2016 ΜΠΡ ΡΟΔ ) με την οποία αποφασίστηκε η υιοθεσία ανήλικης παρά την πρόταση του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας που συνέταξε και τη σχετική κοινωνική έκθεση και την παρέμβασή του στο δικαστήριο, να απορριφθεί η αίτηση υιοθεσίας και να συναφθεί δικαστική αναδοχή της ανήλικης για να διατηρηθεί η σχέση με τους φυσικούς γονείς. Για την υιοθεσία ενός παιδιού είναι απαραίτητη η συναίνεση των φυσικών – βιολογικών γονέων του ανήλικου ακόμη και εάν έχει αφαιρεθεί η επιμέλεια ή το σύνολό της γονικής μέριμνας από αυτούς. Δεν είναι αναγκαία, ούτε απαιτείται η συναίνεση του ιδρύματος είτε είναι επίτροπος του ανηλίκου αλλά ζουν οι φυσικοί γονείς, είτε – πολύ λιγότερο- εάν έχει μόνο την επιμέλεια του ανηλίκου. Υπάρχουν περιπτώσεις που παρά τη διαφωνία των φυσικών γονέων να υιοθετηθεί το παιδί τους, το Δικαστήριο έχει τη δικαιοδοσία να αναπληρώσει τη συναίνεσή τους (άρθρο 1552 ΑΚ) “Η συναίνεση των γονέων για υιοθεσία του τέκνου τους αναπληρώνεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν και γονείς είναι άγνωστοι και το τέκνο έκθετο β) αν και οι δύο γονείς έχουν εκπέσει από τη γονική μέριμνα ή βρίσκονται σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης που τους αφαιρεί και την ικανότητα να συναινούν για υιοθεσία του παιδιού του γ) αν οι γονείς έχουν άγνωστη διαμονή είτε πριν είτε μετά την παροχή της γενικής εξουσιοδότησης του άρθρου 1554 δ) αν το τέκνο προστατεύεται από αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση, έχει αφαιρεθεί από τους γονείς η άσκηση της επιμέλειας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1532 και1533 ΑΚ και εάν αυτοί αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν και ε) εάν το τέκνο έχει παραδοθεί με τη συναίνεση των γονέων σε οικογένεια για φροντίδα και ανατροφή με σκοπό την υιοθεσία, και έχει ενταχθεί σε αυτήν επί χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, οι δε γονείς αρνούνται εκ των υστέρων καταχρηστικά να συναινέσουν”. Το νόημα των διατάξεων αυτών είναι ότι η συναίνεση των φυσικών γονέων του ανηλίκου δεν αναπληρώνεται σε κάθε περίπτωση αλλά αντίθετα μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και εφόσον υπάρχει καταχρηστικότητα στην άρνηση των γονέων. Ως παράδειγμα αδυναμίας τελέσεως μιας υιοθεσίας είναι όταν οι γονείς ενός παιδιού αρνούνται να συναινέσουν εφόσον τους αφαιρέθηκε η επιμέλεια για ανυπαίτια αδυναμία φροντίδας του παιδιού τους (π.χ. νοητική αναπηρία, ψυχική νόσος) και όχι για κακή άσκηση αυτής ή δεν έχει αφαιρεθεί η επιμέλεια παρά το γεγονός ότι οι γονείς δεν μπορούν ανυπαίτια ή υπαίτια να φροντίσουν το παιδί τους. Σε γενικές περιπτώσεις η νομοθεσία ενθαρρύνει την οικογενειακή αποκατάσταση του ανηλίκου με αναδοχή ή υιοθεσία και μάλιστα αυτό γίνεται μερικές φορές ανεξάρτητα από την άποψη των ιδρυμάτων ή των κοινωνικών υπηρεσιών, εφόσον το δικαστήριο πειστεί ότι εξυπηρετείται το συμφέρον του παιδιού. Ωστόσο, το ιδεώδες “σχήμα” για μια επιτυχή εξέλιξη στη ζωή ενός παιδιού είναι η ενιαία άποψη μιας κατά προτίμηση διεπιστημονικής κοινωνικής υπηρεσίας αλλά και η “ευχή” των φυσικών γονέων του παιδιού. Στο κάτω κάτω οι άνθρωποι αυτοί έφεραν στον κόσμο παιδιά που χαρίζουν ευτυχία σε άλλους ανθρώπους. Δικαιούνται το μερίδιό τους στην κοινωνική εργασία που πρέπει να προηγηθεί για να κατανοήσουν ότι το συμφέρον του παιδιού τους είναι να μεγαλώσει με μια άλλη οικογένεια, χωρίς να διαγραφούν από την καρδιά του παιδιού τους (με την προϋπόθεση ότι το αξίζουν).

Αφήστε μια απάντηση


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.