“H Nατάσα στο ορφανοτροφείο”

Μια ιστορία για την ψυχική υγεία των παιδιών σε ιδρύματα και η -μη- διαχείριση του θέματος.

Της Ελένης Γεώργαρου, τ. δικηγόρου, εμπειρογνώμονα παιδικής προστασίας, προέδρου “Δικτύου Αναδόχων Γονέων και Εθελοντών”

Οι αρχές της δεκαετίας του 1990 με βρήκαν – παράλληλα με την άσκηση δικηγορίας – στο Κέντρο Πληροφόρησης και Υποστήριξης Ευπαθών Κοινωνικών Ομάδων (Μεταναστών-Παλλινοστούντων από την πρώην ΕΣΣΔ, Μονογονεϊκών Οικογενειών, Αθιγγάνων) που ζούσαν σε τρεις υποβαθμισμένους – τότε- Δήμους της Δυτικής Θεσσαλονίκης (Εύοσμο, Μενεμένη, Κορδελιό) στο πλαίσιο του Προγράμματος “Φτώχεια – 3” ή POVERTY-3. Τότε ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με αυτό που αποκαλούμε συνέπειες της ακραίας φτώχιας και της επίδρασής της στην ψυχοκοινωνική κατάσταση των ανθρώπων, τότε έμαθα να συναναστρέφομαι τους πολίτες αθιγγανικής καταγωγής, “Ρομά” όπως λέμε σήμερα και να αποβάλω τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, γνωρίζοντας έναν τρόπο ζωής, αδιανόητο για τα μέχρι τότε δεδομένα του μέσου ΄Ελληνα πολίτη. Εκεί ήρθα σε επαφή και με την παθολογία που μπορεί να προκαλέσει η οικογένεια στα ανήλικα παιδιά της και τις εγκληματικές παραλείψεις του “κοινωνικού κράτους” προς την παιδική ηλικία. Μια μέρα ήρθε στο Κέντρο στον Εύοσμο, η κα Μαργαρίτα, με τα δύο παιδιά της. Το Νίκο και τη Νατάσα, 4 και 2 ετών. Η κα Μαργαρίτα, παλιννοστήσασα από μια χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ, μόνη, με εμφανή προβλήματα ψυχοκοινωνικής διαταραχής, μεγάλωνε αβοήθητη, χωρίς δουλειά και σταθερά έσοδα, τα δύο νήπια παιδιά της. Κάπως την εξυπηρετήσαμε και χάθηκαν τα ίχνη της. Το 2004 βρέθηκα στο Δ.Σ. του ορφανοτροφείου “Μέλισσα”, μια εμπειρία που μου άνοιξε την προοπτική για το τί πραγματικά σημαίνει ίδρυμα, πώς διοικείται, τί πραγματικά προσφέρει στα ευάλωτα παιδιά και πόσο εντέλει εξυπηρετεί το κράτος να υπεκφεύγει των ευθυνών του. Πολλά τα προβλήματα, πολύ δύσκολη η διαχείριση. ΄Ενα από τα άτυχα παιδιά που στην αρχή της εφηβείας τους εκδήλωναν πλέον έντονα προβλήματα ψυχικής υγείας, δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να συνυπάρχουν με τα υπόλοιπα παιδιά που έτσι κι αλλιώς τα περιθωριοποιούσαν από φόβο και προκατάληψη , είχαν έντονες εκρήξεις βίας και ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς συνεπεία των συνθηκών της ζωής της και της έλλειψης της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής, ήταν η 13 χρονη Νατάσα. Η διεύθυνση του ιδρύματος αναζητούσε την πεπατημένη λύση της εισαγωγής σε παιδοψυχιατρικό τμήμα νοσοκομείου ενώ συγχρόνως – “στα μουλωχτά”- τη λύση να φύγει η Νατάσα από το ίδρυμα, να πάει “αλλού”. Πού αλλού; Δεν υπήρχε όπως και δεν υπάρχει δομή υποδοχής παιδιών και εφήβων με ψυχοκοινωνικές διαταραχές – όνειδος για πολιτισμένο, υποτίθεται, κράτος της Ευρώπης . Έντονη πίεση από την εποπτεύουσα Νομαρχία να φύγει το παιδί, το “ίδρυμα δεν είναι για τέτοια παιδιά”, είναι για “υγιή” παιδιά, “ο αντινομάρχης κοινωνικής πολιτικής – τρομάρα του!- απαιτεί “τη μεταφορά του παιδιού” και άλλα τέτοια γνωστά ευτράπελα. Αναζητώντας το ιστορικό του παιδιού, “έπεσα” πάνω στην κα Μαργαρίτα και τα δύο παιδιά της. Η Νατάσα μόλις έξι χρόνων μπήκε στο Ορφανοτροφείο “Μέλισσα” γιατί η μητέρα της κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για τη δολοφονία του αδελφού της, του Νικολάκη. Η μητέρα ήταν στη φυλακή και μετά βεβαιότητας ψυχικά ασθενής. Η Νατάσα μόλις έξι χρόνων, χωρίς καμιά πιθανότητα επιστροφής σε – ποιό; – οικογενειακό περιβάλλον, μεγάλωνε στο ίδρυμα, σε εποχές και σε συνθήκες αθλιότητας, με διοίκηση ηλικιωμένες υπεσυντηρητικές κυρίες που παρείχαν “φιλανθρωπικό” έργο και διευθύντρια, μια κυρία που περισσότερο από όλα ενδιαφερόταν για την ετήσια αύξηση του μισθού της. Δεν συζητάμε για κοινωνική υπηρεσία, αυτά ήταν πολυτέλειες τότε, όπως και τώρα, για πολλά- και δημόσια- ιδρύματα. Και όμως αυτό το κοριτσάκι, μεγαλωμένο σε αυτές τις συνθήκες, σε μια εποχή που τα ιδρύματα ήταν υποχρεωμένα να δουλεύουν την αποϊδρυματοποίηση – από το 1993 και όχι το 2018 όπως αίφνης μας προέκυψε – έφτασε να γίνει 12 χρονών και να εκδηλώσει την, πιθανά κληρονομική, πάθηση ψυχικής υγείας. Η Νατάσα έσπαζε τα τζάμια του ιδρύματος, έσπαζε αντικείμενα, ήταν επιθετική προς τα άλλα τα παιδιά, απειλούσε να αυτοκτονήσει, έκοβε τις φλέβες της με μαχαίρι και η κατάσταση ήταν πολύ συχνά “μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί”. Ξαφνικά και τυχαία , η Νατάσα, στην κατάσταση αυτή, με τα φάρμακά της άλλοτε να τα παίρνει άλλοτε όχι, συνδέεται με τη Μαρίνα, νέα μητέρα ενός θετού κοριτσιού, υπάλληλο σούπερ- μάρκετ με χαμηλά εισοδήματα, η οποία έκανε μια ανέλπιστη συναισθηματική επαφή με τη Νατάσα. ΄Αρχισε να την παίρνει σπίτι της , εννοείται χωρίς καμιά κοινωνική έρευνα ή έκθεση καταλληλότητας,- αμφιβάλλω αν κανείς από το ίδρυμα είχε πάει ποτέ στο σπίτι της Μαρίνας- να φροντίζει το δικό της παιδί μαζί με τη Νατάσα και ήταν η πρώτη φορά που το ταλαιπωρημένο αυτό παιδί εύρισκε μια αγκαλιά, την ησυχία και την ηρεμία της σε ένα δικό της χώρο και με ανθρώπους που την αγαπούσαν γι αυτό που ήταν, χωρίς κοροϊδίες, χωρίς εντάσεις. Αίφνης η Νατάσα όταν έμενε στο σπίτι της Μαρίνας με την κόρη της δεν είχε ούτε κρίσεις, ούτε εξάρσεις, ούτε παρουσίαζε επικίνδυνη και επιθετική συμπεριφορά. Για οργάνωση αναδοχής από το ίδρυμα και την υπηρεσία Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας, ούτε λόγος. Τί είναι πάλι αυτό; Το Δ.Σ. ενδιαφερόταν μόνο να μην έχει το πρόβλημα “στα πόδια του”. Εμείς οι άλλες, η μειοψηφία, νοιαζόμασταν να μη φύγει η Νατάσα από το “Μέλισσα” και καταλήξει στο δραματικό περιβάλλον του τότε Ψυχολογικού Κέντρου Βορείου Ελλάδος όπου η κατάσταση των παιδιών με βαριές νοητικές αναπηρίες ήταν τραγική και άθλια. Η Μαρίνα, η απλή γυναίκα, στην πράξη ανάδοχη μητέρα, έσωσε τη Νατάσα, δεν τη φοβήθηκε ποτέ, δεν τρόμαξε ποτέ από τις εκδηλώσεις της ασθένειάς της. Δεν πήρε ποτέ καμιά επιχορήγηση για τη φροντίδα που πρόσφερε στο παιδί του ιδρύματος, όμως το έσωσε. Δεν θέλω καν να σκέφτομαι από τί. Αφορμή για τη ανάμνηση αυτή; Η πλήρης αποτυχία του υφιστάμενου συστήματος αναδοχής για τα παιδιά με αναπηρία ή με κάποιο νόσημα ανεξαρτήτως της βαρύτητάς τους. Είναι τόσο προφανές ότι το σύστημα “ηλεκτρονικής διασύνδεσης” παιδιών με υποψηφίους αναδόχους δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να ευδοκιμήσει για τα παιδιά με αυξημένες ανάγκες φροντίδας που δεν θα μπω στον κόπο καν να το αναλύσω. Ακούω, όπως όλοι για επιπόλαιες κριτικές για τη στάση των πολιτών, ότι δεν επιθυμούν δήθεν παιδιά με αναπηρία ή παιδιά που τους λένε ότι θα τα φροντίσουν, θα τα αγαπήσουν και μετά θα τα πάρουν πίσω και – λένε- ότι πρέπει να ευαισθητοποιήσουμε τους πολίτες. Αντί να ψάξουν το πρόβλημα στη διαδικασία και στον τρόπο διαχείρισης των ζητημάτων των παιδιών με αυξημένες ανάγκες, επιρρίπτουν την ευθύνη στην κοινωνία. Αντί να πουν την αλήθεια με βάση τα στατιστικά στοιχεία που δεν έχουν, ότι στην πραγματικότητα ελάχιστα παιδιά στην Ελλάδα έχουν ανάγκη προσωρινής αναδοχής και η συντριπτική πλειονότητα έχει ανάγκη μόνιμης αναδοχής ή υιοθεσίας, “κατηγορούν” τους πολίτες και δημοσιοποιούν καμπάνιες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα (βλ. διαφήμιση αναδοχής της UNICEF για προσωρινή φροντίδα παιδιών). Κρατούν εκατοντάδες παιδιά με όλως ελαφρά και διαχειρίσιμα προβλήματα υγείας και αναπηρίας με τη στάμπα “του ανάπηρου” και του “άρρωστου” γιατί αρνούνται να αναθεωρήσουν ένα αποτυχημένο σύστημα που ξεκίνησε με τη Φωτίου και συνεχίστηκε με τη Μιχαηλίδου . τους κομματικούς τους παρατρεχάμενους και φορείς που καμιά τεχνογνωσία δεν είχαν για το θέμα της αναδοχής. Αναρωτιούνται γιατί ο κόσμος δεν ζητά “τέτοια παιδιά” ενώ πολύ καλά ξέρουμε ότι κάθε περίπτωση παιδιού είναι εντελώς ξεχωριστή, ότι πολλά παιδιά με μια σειρά σοβαρών προβλημάτων αποκαταστάθηκαν όταν βρέθηκαν στο κατάλληλο περιβάλλον, ενώ υπάρχουν και πολλοί υποψήφιοι ανάδοχοι και θετοί γονείς που δεν θα είχαν αντίρρηση να αναλάβουν τη φροντίδα ενός τέτοιου παιδιού, αν αυτό το παιδί ήταν συγκεκριμένο, είχε πρόσωπο και ήταν γνωστές οι ανάγκες του και η προοπτική του. Αν το παιδί αυτό ήταν ένα γλυκό παιδί λίγο διαφορετικό από τα άλλα και δεν ήταν ένα νούμερο στην πλατφόρμα. Η διαδικασία που ακολουθούσε το Κέντρο Βρεφών “Μητέρα” πριν την ηλεκτρονική διασύνδεση, να δημοσιοποιεί και να προσκαλεί υποψηφίους αναδόχους δίνοντας εξαρχής το προφίλ του παιδιού που έχει ανάγκη την ανάδοχη οικογένεια ήταν πολύ σωστότερο, πολύ πιο ουσιαστικό και πολύ πιο ειλικρινές. Φυσικά χωρίς το πρόσωπο και το όνομα του παιδιού. Αλλά με ειλικρίνεια και σαφήνεια για το “πρόβλημα” του παιδιού και τις ανάγκες του. Ακόμη και για τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης που σήμερα θεωρούνται ανεπιθύμητα, αποδείχθηκε – παράδειγμα το Παράρτημα Προστασίας Παιδιού Καβάλας, η “Κιβωτός του Κόσμου” – ότι μπορούν πολύ ευκολότερα να αποκατασταθούν με την αναζήτηση συγκεκριμένων αναδόχων για συγκεκριμένο παιδί παρά αυτό που συμβαίνει σήμερα και καταδικάζει τα παιδιά στο μόνιμο ιδρυματισμό. Η ηλεκτρονική διασύνδεση είναι σωστή για τις υιοθεσίες και αναδοχές βρεφών και παιδιών μέχρι 5 ετών για λόγους διαφάνειας. Δηλαδή για παιδιά που έχουν “ζήτηση”. Για τα υπόλοιπα παιδιά πρέπει παράλληλα να εφαρμόζεται υποχρεωτικά και σε συνεργασία με τους φορείς εποπτείας η εξατομικευμένη αναζήτηση αναδόχων, τόσο σε χαρακτηριστικά, σε επιθυμία, σε τόπο κατοικίας. Η αναδοχή παιδιών σε κάθε ευνομούμενο κράτος είναι υπόθεση της κοινότητας και της τοπικής αυτοδιοίκησης και όχι του διοικητικού κέντρου που δεν μπορεί να ελέγξει ούτε την πραγματικότητα ούτε τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε ίδρυμα και κρατούν δέσμια τα παιδιά. ΄Ομως και εδώ πρωτοτυπούμε. Το κεντρικό κράτος δεν εμπιστεύεται την αυτοδιοίκηση και ούτε τη βοηθά να γίνει αξιόπιστη και επαρκής. Δεν εμπιστεύεται τα ιδρύματα και καλά κάνει αλλά οφείλει να βρει τρόπο να τηρούν τους νόμους και να σέβονται τα δικαιώματα των παιδιών. Το παράδοξο είναι ότι εμπιστεύεται τον εαυτό της και ας προκαλεί μια σειρά συσσωρευμένων αποτυχιών σε μια σειρά ευαίσθητων θεμάτων. Ούτως ή άλλως και σήμερα, είναι πολλά τα ιδρύματα που δεν συνεργάζονται με το Υπουργείο, καταθέτοντας ψευδή περιστατικά στα Α.Σ.Ο.Α. και αυτό γίνεται με την σταδιακή αδιαφορία του Υπουργείου προς την παράνομη συμπεριφορά των ιδρυμάτων.

Leave a Reply


The reCAPTCHA verification period has expired. Please reload the page.